ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ  ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

 ΠΛΑΤΩΝΑ

«ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ»

«Πάντων χρημάτων μέτρον ἂνθρωπος»

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η (318Ε-320C)
Η δομή της ενότητας
1.    Ποιο ακριβώς είναι το αντικείμενο της διδασκαλίας του Πρωταγόρα.
2.    Η (αρνητική) άποψη του Σωκράτη για τη δυνατότητα να διδαχθεί η πολιτική αρετή.
3.    Τα επιχειρήματα του Σωκράτη πάνω στα οποία στηρίζει την άποψη του ότι η αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί:
α) Η διαφορά της στάσης των (σοφών) Αθηναίων στην εκκλησία του δήμου απέναντι στους ομιλητές, όταν συζητούνται θέματα τεχνι­κής φύσεως και όταν συζητούνται θέματα που αφορούν τα κοινά.
β) Η αδυναμία των πιο σοφών και άριστων πολιτών της Αθήνας να μεταβιβάσουν στα παιδιά τους και στους άλλους την πολιτική αρε­τή που έχουν οι ίδιοι.
4.    Το αίτημα του Σωκράτη προς τον Πρωταγόρα να αναλύσει με εναργέ­στερο τρόπο γιατί η αρετή είναι διδακτή.
Ερμηνευτική προσέγγιση
Η μέθοδος του Σωκράτη
Ο Σωκράτης σε όλο το Θ' κεφάλαιο (το τελευταίο μέρος του βρίσκεται στην 1η ενότ.) προσπαθεί να αποσπάσει συγκεκριμένη και σαφή απά­ντηση στο βασικό ερώτημα -αφετηρία του διαλόγου- «ποιο όφελος θα έχει ο Ιπποκράτης, αν γίνει μαθητής του Πρωταγόρα». Με βάση την απάντηση σ' αυτό το ερώτημα θα προσδιοριστεί η αξία και η ουσία της παιδείας που προσφέρουν οι σοφιστές. Από την αρχή της συζήτησης είναι φανερό ότι ο Σωκράτης προσπαθεί να εκμαιεύσει από το συνομιλη­τή του την απάντηση στο ερώτημά του. Επειδή όμως η μαιευτική μέθο­δος δεν εξυπηρετείται με τις γενικόλογες και αόριστες απαντήσεις του Πρωταγόρα, ο Σωκράτης διατυπώνει βραχυλογικά το αρχικό του ερώ­τημα και αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τον αναλογικό συλλογισμό, για να αποφύγει κάθε προσπάθεια αποπρο­σανατολισμού της συζήτησης.
Ο Σωκράτης δεν αποφεύγει, παράλληλα, να χρησιμοποιήσει τη γνωστή ειρωνεία του και την απορία, την οποία χρησιμοποιεί, για να φτάσει στον ζητούμενο ορισμό. Η απορία και οι ερωτήσεις του προσανατολί­ζουν τη συζήτηση προς την κατεύθυνση που αυτός επιθυμεί. 
Τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε ο Σωκράτης, για ν' αποδείξει ότι η αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί
Για να αποδείξει ο Σωκράτης ότι η αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί, αντλεί επιχειρήματα όχι από τον «ορθό λόγο» αλλά από την καθημερινή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Αθήνας.
1ο επιχείρημα
α. Οι Αθηναίοι, που κατά γενική ομολογία είναι σοφοί, όταν πρόκειται να συζητήσουν στην εκκλησία του δήμου και να πάρουν αποφάσεις για τεχνικά θέματα, καλούν τους ειδικούς και «επαΐοντες», για να τους συμβουλεύσουν με τις γνώσεις τους.
      β. Όταν πρόκειται να συζητήσουν για θέματα που αφορούν τη διοίκηση (διακυβέρνηση) της πόλης, τότε ο κάθε πολίτης άσχετα με το επάγγελμα, την καταγωγή ή τον πλούτο του διατυπώνει τη γνώμη του γι' αυτά, χωρίς να του γίνει προηγουμένως διδασκαλία.
    Το συμπέρασμα, επομένως, είναι ότι η πολιτική αρετή (ή τέχνη) δεν μπορεί να διδαχθεί όπως οι άλλες ειδικές γνώσεις, και γι' αυτό οι Αθηναίοι επιτρέπουν σε όλους να διατυπώνουν τη γνώμη τους για πολιτικά ζητήματα. Το σιωπηρό αυτό συμπέρασμα των Αθηναίων κάνει ο Σωκράτης και δική του άποψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι βάση του συλλο­γισμού αποτελεί η κρίση πως οι Αθηναίοι είναι σοφοί. Κατά προέκταση πρέπει και η γνώμη τους να είναι αυτονόητα δεκτή ως ορθή.
2ο επιχείρημα
       Στον ιδιωτικό βίο οι πιο σοφοί και άριστοι πολίτες, που κατέχουν την πολιτική αρετή περισσότερο από οποιονδήποτε, αδυνατούν να μεταδώσουν στους άλλους αυτήν την αρετή. Είναι χαρακτηριστικό το παρά­δειγμα του πιο ικανού πολιτικού, του Περικλή, που δεν μπόρεσε να με­ταδώσει ούτε στα παιδιά του αυτή την αρετή, αλλά και του Κλεινία, τον οποίο ο Αρίφρων ανάγκασε να γυρίσει στον Περικλή, επειδή έκρινε πως είναι αδύνατο να βελτιώσει το χαρακτήρα του.
Το συμπέρασμα βέβαια είναι και πάλι πως αυτό συμβαίνει, «γιατί η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή».
Ο συλλογισμός του Σωκράτη επιγραμματικά
  1. Οι Αθηναίοι είναι σοφοί.
  2. Άρα κάθε άποψή τους είναι ορθή και αληθινή.
      (Το συμπέρασμα αυτό δε διατυπώνεται, αλλά συνάγεται από την πρώτη κρίση).
  1. Για όποια ζητήματα μπορούν να διδαχθούν, οι Αθηναίοι ζητούν τη γνώμη των ειδικών.
  2. Για τη διαχείριση των πολιτικών ζητημάτων οι Αθηναίοι επιτρέπουν σε κάθε πολίτη να εκφράσει τη γνώμη του.
  3. Από το συνδυασμό των επιχειρημάτων (3) και (4) προκύπτει ότι οι (σοφοί) Αθηναίοι πιστεύουν πως η διαχείριση των ζητημάτων της πόλης δεν μπορεί να διδαχθεί.

Συμπέρασμα
Από το συνδυασμό των επιχειρημάτων (2) και (5) συνάγεται ότι η ικανότητα για τη διαχείριση των ζητημάτων της πόλης δεν μπορεί να διδαχθεί. Το συμπέρασμα του παραπάνω συλλογισμού ο Σωκράτης το ενισχύει και με τα εξής επιχειρήματα:
  • Οι πιο σοφοί και άριστοι πολίτες δεν είναι σε θέση να μεταδίδουν σε άλλους αυτή την (πολιτική) αρετή που έχουν.
  • Ο Περικλής μόρφωσε τα παιδιά του καλά και σωστά σε άλλα θέματα, στην πολιτική αρετή όμως ούτε ο ίδιος τους μόρφωσε ούτε σε άλλους τους παρέδωσε.
Κριτική των επιχειρημάτων του Σωκράτη
Από μια πρώτη και επιφανειακή προσέγγιση τα επιχειρήματα του Σωκράτη θα μπορούσαν να θεωρηθούν ικανοποιητικά, αφού, πράγματι, ο Αθηναίος πολίτης ζώντας μέσα σε ένα περιβάλλον άμεσης δημοκρατίας με χαρακτηριστικά τη συμμετοχή και τη γνώση των πολιτικών πραγμά­των (Θουκ., Περ. Επιτ. Π, 40) ήταν ενεργός παράγοντας της πολιτικής ζωής χωρίς κάποια ιδιαίτερη διδασκαλία. Σχετικά με το δεύτερο επιχείρημα του Σωκράτη πολλοί είναι εκείνοι που ακόμη και σήμερα - παρά την ύπαρξη πολλών κλάδων της πολιτικής επιστήμης - πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή είναι έμφυτο χάρισμα.
Μια βαθύτερη προσέγγιση όμως μας επιτρέπει να διατυπώσουμε τα εξής:
1.    Την άποψη για το μη διδακτό της αρετής ο Σωκράτης την υποστηρί­ζει μόνο στην αρχή του διαλόγου. Στην πραγματικότητα προσποιεί­ται ότι έχει αυτή την άποψη, για να παρακινήσει τον Πρωταγόρα να αποδείξει το αντίθετο, με τη βεβαιότητα ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του αυτή.
2.    Ο Σωκράτης στηρίζει το πρώτο του επιχείρημα στην άποψη ότι οι Αθηναίοι είναι σοφοί, και στην αυτονόητη προέκτασή της πως ό,τι κάνουν και πιστεύουν οι Αθηναίοι είναι αληθινό και ορθό. Ο Σωκράτης όμως ποτέ δε στηρίχτηκε στη γνώμη των πολλών για να αποδείξει κάτι, αφού πίστευε πως, και όταν συγκεντρώνονται στην εκκλησία του δήμου, δεν είναι παρά ένα ασυλλόγιστο και θορυβοποιό πλήθος (Πλάτ. Πολ. 492 ΒC).
3.    Είναι υπεραπλουστευμένη η άποψη του Σωκράτη ότι οι Αθηναίοι δε διδάσκονται από κανέναν την πολιτική τέχνη. Η Αθήνα με το δημοκρατικό καθεστώς και με όλους τους πολιτικούς θεσμούς προσέφερε πλούσιες εμπειρικές γνώσεις στους Αθηναίους πολίτες· ήταν ένα καθημερινό ανοιχτό σχολείο της πολιτικής τέχνης. Η άποψη εξάλλου ότι όλοι οι πολίτες έχουν πολιτική αρετή αποτελεί ανυπόστατη γενίκευση (δεν υπήρχαν άραγε διεφθαρμένοι Αθηναίοι;)
4.    Το δεύτερο επιχείρημα που αναφέρεται στους άριστους πολιτικούς επιδέχεται περισσότερες αμφισβητήσεις. Το γεγονός ότι ο Περικλής δε διδάσκει στα παιδιά του την πολιτική αρετή μπορεί να οφείλεται στην πίστη ότι η φύση δεν τα προίκισε με τις ανάλογες ικανότητες κι επομένως κάθε διδασκαλία θα ήταν μάταιη. Αλλά και η προσωπική κατάκτηση της πολιτικής αρετής δε συμπίπτει με την ειδική ικανότη­τα να διδάξει κανείς την αρετή.
5.     Στην περίπτωση του Κλεινία γίνεται αναφορά στο αν μπορεί να διδαχθεί όχι η πολιτική αλλά η ηθική αρετή. Και στην περίπτωση αυτή το νόημα είναι πως η αρετή διδάσκεται με τα λόγια και τις συμβουλές, αλλά δεν μπορεί να γίνει κτήμα του άλλου.
Η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο Σωκράτης για να αποδείξει ότι η αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί
Η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο Σωκράτης για να αποδείξει το μη διδακτό της αρετής είναι επαγωγική. Ξεκινά δηλαδή από επιμέρους περι­πτώσεις και διατυπώσεις (και μάλιστα εμπειρικές) και φτάνει σ' ένα γενικό συμπέρασμα, ότι η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή. Οι επιμέρους διαπιστώσεις στην περίπτωση αυτή είναι όσα αναφέρει για την τακτική των Αθηναίων και την αδυναμία του Περικλή και του Αρίφρονα.
Πρέπει να τονιστεί ότι ο Σωκράτης είναι ο εισηγητής της επαγωγικής μεθόδου, των «επακτών λόγων», στη διερεύνηση των ηθικών προβλημάτων.
Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι μετά την «επίδειξη» του Πρωταγόρα ο Σωκράτης αλλάζει μέθοδο, ξεκινά από κάπως γενικές έννοιες και προχωρεί «παραγωγικά».
Γιατί στην αρχή του διαλόγου ο Σωκράτης υποστηρίζει το μη διδακτό της αρετής;
Είναι βέβαιο πως πρόκειται για τέχνασμα του Σωκράτη. Όπως φαίνεται και στην εξέλιξη του διαλόγου ο ίδιος δεν πίστευε στο μη διδακτό της αρετής. Στηριγμένος στην αρχή στο κριτήριο της κοινωνικής πραγματικότητας, επικαλούμενος δηλαδή την καθημερινή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Αθήνας, προβάλλει την κοινή αντίληψη ότι η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή και προσποιείται ότι τη δέχεται και ο ίδιος, για να αναγκάσει τον Πρωταγόρα να αποδείξει το αντίθετο. Αυτή η επιδίωξη του δείχνει και τη βεβαιότητά του ότι ο σοφιστής θα αποτύχει να αποδείξει ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί. Έτσι θα αναλάβει να το κάνει ο ίδιος ο Σωκράτης ακολουθώντας τη διαλεκτική διαδικασία και αποδεικνύοντας πως τα θεμέλια, όπου ο Πρωταγόρας με τόση αυταρέ­σκεια έστησε το σοφιστικό του οικοδόμημα, είναι σαθρά.
Το σιωπηρό συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι ο Πρωταγόρας, που παρουσιάζει τον εαυτό του σαν δάσκαλο της πολιτικής αρετής, βρίσκεται σε σύγχυση, δεν μπορεί να αποδείξει ούτε το διδακτό της αρετής, που είναι η προϋπόθεση του έργου του, και άρα είναι κακός δάσκαλος ή δεν είναι καθόλου δάσκαλος.


ΕΝΟΤΗΤΑ 2η ( 320 D - 321 B5 )

 Μετάφραση
            Ήταν λοιπόν κάποτε καιρός που υπήρχαν θεοί, δεν υπήρχαν όμως θνητά όντα (ζώα). Και όταν και γι’ αυτά ήρθε ο καθορισμένος από τη μοίρα καιρός για τη γέννησή τους, οι θεοί δίνουν μορφή (πλάθουν) σ’ αυτά στο εσωτερικό της γης, αφού έκαμαν μείγμα από χώμα και φωτιά και από όσα ανακατεύονται με φωτιά και χώμα*. Και όταν επρόκειτο να φέρουν αυτά στο φως, διέταξαν τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα στολίσουν και να μοιράσουν στο καθένα δυνάμεις όπως πρέπει (ταιριάζει). Ο Επιμηθέας όμως παρακαλεί τον Προμηθέα να κάνει μόνος του τη μοιρασιά· «Κι όταν εγώ κάνω τη μοιρασιά» είπε «κάνε επιθεώρηση»· και έτσι, αφού τον έπεισε, κάνει τη μοιρασιά. Μοιράζοντας, λοιπόν, σε άλλα έδινε δύναμη χωρίς ταχύτητα, και τα πιο αδύνατα τα στόλιζε με ταχύτητα· και σε άλλα έδινε όπλα, και σε άλλα, επειδή έδινε οργανισμό χωρίς όπλα, γι’  αυτά σοφιζόταν κάποια άλλη δύναμη για τη σωτηρία τους. Όσα δηλαδή απ’ αυτά εφοδίαζε (έντυνε) με μικρό μέγεθος, τους μοίραζε φτερά, για να φεύγουν (να πετάνε) ή υπόγεια κατοικία· και όσα μεγάλωνε κατά το μέγεθος, με αυτό το ίδιο (δηλ. το μέγεθος του σώματος) εξασφάλιζε τη σωτηρία γι’  αυτά· και τις άλλες (δυνάμεις) τις μοίραζε έτσι εξισορροπώντας τις· και σοφιζόταν αυτά, επειδή πρόσεχε κάποιο γένος μην εξαφανιστεί· και αφού εφοδίασε αυτά αρκετά με τρόπους αποφυγής των αλληλοκαταστροφών, σοφιζόταν προστατευτικά μέσα για τις μεταβολές του καιρού από το Δία ντύνοντας αυτά με πυκνά τριχώματα και με γερά δέρματα, ικανά να αντιμετωπίζουν την κακοκαιρία, αλλά κατάλληλα και για τις ζέστες, και για να είναι (χρησιμεύουν) για το καθένα αυτά τα ίδια (σαν) στρώμα και δικό τους και από τη φύση τους φτιαγμένο και δοσμένο, όταν πηγαίνουν στις φωλιές τους· και βάζοντας για παπούτσια σε άλλα οπλές (νύχια) και σε άλλα [τριχώματα και] στερεά και χωρίς αίμα δέρματα. Ύστερα (πέρα) από αυτά προμήθευε τροφές διαφορετικές για κάθε γένος, σε άλλα χορτάρι από τη γη, σε άλλα καρπούς δέντρων και σε άλλα ρίζες· σε μερικά όμως επέτρεψε να είναι τροφή τους και το φάγωμα άλλων ζώων· και σ’ αυτά έδωσε τη δυνατότητα να γεννούν λίγους απογόνους, ενώ σε εκείνα που τρώγονταν από αυτά (έδωσε τη δυνατότητα ) να γεννούν πολλούς, θέλοντας (έτσι) να εξασφαλίσει σωτηρία για το γένος τους.         
 *δηλ. τον αέρα και το νερό.

ΔΟΜΗ:

1.                   Η δημιουργία των ζώων
2.                   Η εντολή των θεών στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα
3.                   Η διανομή ικανοτήτων από τον Επιμηθέα με σκοπό:
·            Την προφύλαξη από τους εχθρούς
·            Την προφύλαξη από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες
·            Την εξασφάλιση τροφής
·            Την αναπαραγωγή των ειδών
και βασικά κριτήρια:
·            Την επιβίωση και διαιώνιση των ειδών
·            Την ισορροπία στη φύση
·            Το νόμο της αναπλήρωσης


1.    Η δημιουργία των ζώων

  Ἦν γάρ πο­τε χρό­νος:
·         Η αρχή της δημιουργίας του ζωικού βασιλείου, μετά τη Θεογονία
·         αόριστος χρονικός προσδιορισμός (ανάγεται στα βάθη του χρόνου)
·         τυπική φράση στην αρχή της αφήγησης των μύθων (σαν το «μια φορά κι έναν καιρό» των νεοελληνικών παραμυθιών)
·         λαϊκότροπο ύφος της αφήγησης (άλλα στοιχεία: απλή σύνταξη, μικρές περίοδοι, παρατακτική σύνδεση, επαναλήψεις), αλλά και λόγιο, πιο περίτεχνο (ποιητικές και ρυθμικές φράσεις, λεκτικά σχήματα)


Οι θεοί και ο «αγνωστικισμός» του Πρωταγόρα: η αντίφαση και μια ερμηνεία της
Από την αρχή ήδη του μύθου είναι εμφανής ο πρωταγωνιστικός ρόλος των θεών. Δημιουργοί των έμβιων όντων είναι οι - προϋπάρχοντες -θεοί (τυ­ποῦ­σιν αὐ­τὰ θε­οὶ). Η ύπαρξη θεών και μάλιστα ως δημιουργών των ζώων και του ανθρώπου θεωρείται ότι έρχεται σε αντίφαση με την άποψη του Πρωταγόρα για τους θεούς : «για τους θεούς δεν μπορώ να ξέρω με βεβαιότητα ούτε αν υπάρχουν ούτε ποια μορφή έχουν. Είναι πολλά που εμποδίζουν τη γνώση μας γι’  αυτούς, όπως το ότι δεν εμφανίζονται αλλά και η συντομία του ανθρώπινου βίου». Ο Πρωτ. αμφιβάλλει για την ύπαρξη των θεών, αφού οι γνώσεις μας δεν είναι σαφείς γι’ αυτούς (αγνωστικισμός). Πώς δέχεται, λοιπόν, στο μύθο την ύπαρξη και την καθοριστική τους δράση; Η αντίφαση αυτή ερμηνεύεται –εν μέρει-, αν λάβουμε υπόψη μας την αλληγορική σημασία του μύθου και τη συμβολική παρουσία των θεών σε αυτόν: οι θεοί είναι οι δυνάμεις της φυσικής νομοτέλειας, της αναγκαιότητας που διέπει τον κόσμο. Ο Δίας, ως ανώτατος θεός, συμβολίζει την ίδια τη φυσική νομοτέλεια, τις αναπόφευκτες δυνάμεις του κόσμου. Με την έννοια αυτή, δεν είναι ο Δίας που παρεμβαίνοντας δρα αλλά η ίδια η φύση. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους θεούς. Ο Προμηθέας και ο Επιμηθέας και αργότερα ο Ερμής είναι τα «εκτελεστικά όργανα» της νομοτέλειας αυτής.

τυ­ποῦ­σιν αὐ­τὰ θε­οὶ γῆς ἔν­δον: η «Γῆ μήτηρ» και η «αυτοχθονία»
·       αρχέγονη αντίληψη περί «Μητέρας Γης», μητέρας των πάντων («Παμμήτωρ», Δημήτηρ<Γη+μήτηρ), της πρώτης θηλυκής θεότητας που λατρεύθηκε (Θεά της γονιμότητας)
·       απηχείται και η αντίληψη περί  «αὐτοχθονίας»: πολλοί αρχαίοι λαοί (π.χ. οι Αθηναίοι) περηφανεύονταν ότι γεννήθηκαν στη γη που κατοικούσαν και δεν προήλθαν από αλλού.

ἐκ γῆς καὶ πυ­ρὸς μεί­ξα­ντες καὶ τῶν ὅ­σα πυ­ρὶ καὶ γῇ κε­ράν­νυ­ται: κοσμολογικές αντιλήψεις περί στοιχείων της φύσης
·       πρώτη ύλη για τη δημιουργία των ζώων ήταν το χώμα και η φωτιά (=κοσμολογία Παρμενίδη, στην Παλαιά Διαθήκη η δημιουργία του Αδάμ γίνεται από χώμα στο οποίο ο Θεός ενεφύσησε ζωή)
·       η ανάμιξη και άλλων στοιχείων, δηλ. νερού και αέρα, απηχεί αντιλήψεις του Εμπεδοκλή (τα όντα αποτελούνται από σύνθεση των τεσσάρων στοιχείων: νερού, αέρα, γης και φωτιάς)

2.    Η εντολή των θεών στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα:
Προμηθέας και Επιμηθέας: δύο αδέλφια τόσο διαφορετικά μεταξύ τους…
·       Τιτάνες, γιοι Ιαπετού και Κλυμένης.
·       Προμηθεύς (<πρό+μῆτις=σοφία, ευφυία) =ο προνοητικός, ο προβλεπτικός (επιθ. προμηθής, ουσ. ἡ προμήθεια= πρόνοια, πρόβλεψη)
·       Ἐπιμηθεύς (<ἐπί+μῆτις) = ο αστόχαστος, ο κατόπιν σκεπτόμενος, που δεν προνοεί
·       Ο Επιμηθεύς αναλαμβάνει τη διανομή των ικανοτήτων στα ζώα και, ως απερίσκεπτος που είναι, ξεχνά τον άνθρωπο χωρίς βιολογικές-σωματικές ικανότητες. Η επιθυμία του Επιμηθέα να κάνει αυτός τη διανομή είναι καίρια για την εξέλιξη του μύθου: θα αφήσει τον άνθρωπο «ανεφοδίαστο» και θα προκαλέσει την παρέμβαση του Προμηθέα που θα δωρίσει στον άνθρωπο την ἔντεχνον σοφίαν ως αντιστάθμισμα.

3.      Η διανομή των ικανοτήτων από τον Επιμηθέα: δεν ήταν και τόσο ανόητος τελικά…
Οι στόχοι της διανομής:
Α. Προστασία από τους εχθρούς (από τα άλλα ζώα, «ἀλ­λη­λο­φθο­ρι­ῶν δι­α­φυ­γὰς»), ώστε να εξασφαλισθεί η επιβίωση των ειδώνεἰς σω­τη­ρί­αν», «ἔ­σῳ­ζεν», «μή τι γέ­νος ἀϊ­στω­θεί­η») :
·       Σωματική δύναμη χωρίς ταχύτητα (ἰ­σχὺν ἄνευ τάχους)
·       Ταχύτητα στα αδύναμα (τοὺς δ' ἀ­σθε­νε­στέ­ρους τά­χει ἐ­κό­σμει)
·       Όπλα, δηλ. δόντια, νύχια, κέρατα, οπλές (ὥ­πλι­ζε)
·     Στα άοπλα (τοῖς δ' ἄ­ο­πλον δι­δοὺς φύ­σιν ) άλλες ικανότητες (ἄλ­λην τι­ν' αὐ­τοῖς ἐ­μη­χα­νᾶ­το δύ­να­μιν): στα μικρόσωμα πτητική ικανότητα (πτη­νὸν φυ­γὴν),  ή υπόγεια κατοικία (κα­τά­γει­ον οἴ­κη­σιν), στα μεγαλόσωμα μέγεθος (με­γέ­θει)

Β. Προφύλαξη από δυσμενείς καιρικές συνθήκεςπρὸς τὰς ἐκ Δι­ὸς ὥ­ρας εὐ­μά­ρει­αν»), δηλ. το ψύχος και τη ζέστη (ἱ­κα­νοῖς μὲν ἀ­μῦ­ναι χει­μῶ­να, δυ­να­τοῖς δὲ καὶ καύ­μα­τα»), αλλά και ως «φυσικό στρώμα» για την ανάπαυσή τους στρω­μνὴ οἰ­κεί­α τε καὶ αὐ­το­φυ­ὴς»)
·       Πυκνό τρίχωμα («πυ­κναῖς τε θρι­ξὶν»)
·       Ανθεκτικό δέρμα («στε­ρε­οῖς δέρ­μα­σιν»)
·       Δέρμα ανθεκτικό και χωρίς αίμα (εννοεί τα λέπια, τις φολίδες των ερπετών, τα όστρακα) («[θρι­ξὶν καὶ] δέρ­μα­σιν στε­ρε­οῖς καὶ ἀ­ναί­μοις»)
·       Οπλές («ὑ­πο­δῶν τὰ μὲν ὁ­πλαῖς»): απορίας άξιο που αναφέρονται εδώ, αφού χρησιμεύουν για την προστασία από τους εχθρούς και όχι τις καιρικές συνθήκες
Οι ἐκ Δι­ὸς ὥ­ραι= οι διάφορες εποχές, η εναλλαγή των οποίων προέρχεται από το Δία (=φυσική νομοτέλεια)

Γ. Εξασφάλιση τροφής
·       Δεν τρέφονται όλα τα είδη με την ίδια τροφή, ώστε να μην παρατηρηθεί έλλειψη («τρο­φὰς ἄλ­λοις ἄλ­λας ἐ­ξε­πό­ρι­ζεν»): άλλα είναι φυτοφάγα («ἄλ­λοις δὲ δέν­δρων καρ­πούς, τοῖς δὲ ῥί­ζας») και άλλα σαρκοφάγα («ἔ­στι δ' οἷς ἔ­δω­κεν εἶ­ναι τρο­φὴν ζῴ­ων ἄλ­λων βο­ράν»)

Δ. Αναπαραγωγή των ειδών
·       Μικρή γονιμότητα («ὀ­λι­γο­γο­νί­αν») σε όσα τρέφονται με άλλα ζώα (δηλ. στα μεγαλύτερα σαρκοφάγα ζώα)
·       Μεγάλη γονιμότητα («πο­λυ­γο­νί­αν») σε όσα αποτελούν την τροφή άλλων ζώων, δηλ. στα μικρά, όπως τα έντομα («τοῖς δ' ἀ­να­λι­σκο­μέ­νοις ὑ­πὸ τού­των»)

Τα κύρια κριτήρια της διανομής
Α. Η επιβίωση και διαιώνιση των ειδών (η «σωτηρία» των ειδών)
·       χαρακτηριστικές φράσεις: «εἰς σω­τη­ρί­αν», «ἔ­σῳ­ζεν», «εὐ­λά­βει­αν ἔ­χων μή τι γέ­νος ἀϊ­στω­θεί­η», «ἀλ­λη­λο­φθο­ρι­ῶν δι­α­φυ­γὰς», «ἀ­μῦ­ναι», «σω­τη­ρί­αν τῷ γέ­νει πο­ρί­ζων».

Β. Η ισορροπία στη φύση («ἐ­πα­νι­σῶν»), απαραίτητη για την επιβίωση και διαιώνιση των ειδών, εξασφαλίζεται με:
·       Την αναπλήρωση ενός μειονεκτήματος από ένα πλεονέκτημα (τα μεγάλα ζώα δεν έχουν ταχύτητα, τα μικρά πετούν και κρύβονται στις υπόγειες φωλιές τους) (=νόμος της αναπλήρωσης)
·       Την κατανάλωση διαφορετικών τροφών (τροφική ισορροπία)
·       Την πολυγονία για τα «αναλισκόμενα υπό των άλλων» και την ολιγογονία (αναπαραγωγική ισορροπία)

Γ.Ο «νόμος της αναπλήρωσης»: βιολογική αρχή, κατά την οποία μια αδυναμία (βιολογικό μειονέκτημα) αναπληρώνεται από μια ικανότητα (βιολογικό πλεονέκτημα). Π.χ. ο λαγός αντισταθμίζει την έλλειψη δύναμης με την ταχύτητά του, ο ελέφαντας την έλλειψη ταχύτητας με το μεγάλο μέγεθος και τη δύναμή του, το μικρό και αδύναμο σπουργίτι μπορεί να γλυτώσει πετώντας κλπ.


 Ερωτήσεις
1.       «Ἦν γάρ ποτε χρόνος»: Ποια είναι η λειτουργία  της φράσης στη δομή του λόγου;
2.      «ὅτε θεοί μέν ἦσαν», «τυποῦσιν αὐτά θεοί»: Νομίζετε ότι οι απόψεις αυτές έρχονται σε αντίθεση με την αγνωστικιστική θέση του Πρωταγόρα: «περί μέν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι, οὔθ’ ὡς εἰσίν οὔθ’ ὡς οὐκ εἰσίν οὔθ’ ὁποῖοί τινες ἰδέαν· πολλά γάρ τά κωλύοντα εἰδέναι ἥ τ’ ἀδηλότης καί βραχύς ὤν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου».
3.      «γῆς ἔνδον»: Ποια αρχέγονη αντίληψη υπόκειται στη φράση αυτή του Πρωταγόρα;
4.      Να εντοπίσετε το σημείο του κειμένου που αναφέρεται στην αντίληψη του αυτοχθονισμού και να εξηγήσετε τη σχέση της με την ανθρωπολογική θεωρία του πρωταγόρειου μύθου.
5.      Από ποια στοιχεία δημιουργούν οι θεοί τα θνητά όντα; Ποιες κοσμολογικές αντιλήψεις φαίνεται να ακολουθεί ο Πρωταγόρας;
6.      Πώς εξυπηρετεί την οικονομία του μύθου ο καταμερισμός των αρμοδιοτήτων ανάμεσα στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα;
7.      Να δείξετε πώς ο Επιμηθέας φρόντισε «για την εξισορρόπηση των αντίρροπων τάσεων στα πλαίσια του οικοσυστήματος». Να υπογραμμίσετε στο κείμενο τα ζεύγη των αντιθέσεων που αποκαλύπτουν τη φροντίδα αυτή.
8.      Να δείξετε ότι ο μύθος του Πρωταγόρα εξηγεί τελεολογικά το νόμο της αναπλήρωσης. Πώς συντελείται το πέρασμα σ’ αυτό;
  
Λεξιλογικά
  1. Να βρείτε στο κείμενο μια ετυμολογικά συγγενή με τις παρακάτω λέξεις: κρασί, κόσμημα, ανάγωγος, διανομή, διοίκηση, ανάληψη, διάρκεια, προσφυγιά, ανεπάρκεια, καύσωνας, εύπορος, διατύπωση, φυτό, δεσμός,  επιταγή, σύναψη, απόδοση, διαφθορά,.
  2. κατευνάζω, κατανάλωση, εκδορά, αμπέχονο, αυτάρκεια, σαρκοβόρο, καταβροχθίζω, περιδέραιο: Να εντοπίσετε στο κείμενο τις ομόρριζες των λέξεων που σας δίνονται (μερικές από αυτές αναφέρονται στην ίδια λέξη του κειμένου).
  3. Να γράψετε από μια λέξη απλή ή σύνθετη της νέας ελληνικής γλώσσας που παράγεται από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου: μείξαντες, ἐπισκέψαι, πείσας, ἀμφιέννυς, ὑποδῶν


ΕΝΟΤΗΤΑ 3η ( 321 Β6 - 322 Α )

 Μετάφραση

            Επειδή όμως δεν ήταν και πολύ σοφός ο Επιμηθέας, χωρίς να το καταλάβει, ξόδεψε (ξόδεψε) όλες τις δυνάμεις στα άλογα ζώα· υπολειπόταν λοιπόν σ’  αυτόν ακόμα ατακτοποίητο το γένος των ανθρώπων και βρισκόταν σε αμηχανία τι να το κάνει. Και ενώ αυτός βρισκόταν σε αμηχανία, έρχεται ο Προμηθέας, για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά, και βλέπει τα άλλα ζώα να είναι τακτοποιημένα με επιμέλεια σε όλα, ενώ τον άνθρωπο (να είναι) γυμνός ξυπόλυτος, χωρίς στρώμα και χωρίς όπλα· ωστόσο έφτανε πια και η καθορισμένη από τη μοίρα μέρα, κατά την οποία έπρεπε να βγει και ο άνθρωπος από τη γη στο φως. Καθώς (επειδή) λοιπόν ο Προμηθέας, βρισκόταν σε αμηχανία (αδιέξοδο) τι λογής σωτηρία να βρει για τον άνθρωπο, αποφασίζει να κλέψει την τέχνη του Ήφαιστου και της Αθηνάς (τη συνδυασμένη) με τη φωτιά – γιατί ήταν αδύνατο να αποκτηθούν αυτές από κάποιον ή να χρησιμοποιηθούν χωρίς φωτιά – και έτσι τις χαρίζει στον άνθρωπο. Τη σοφία του λοιπόν για τη ζωή του (για να ζήσει) έτσι την απόκτησε ο άνθρωπος, την πολιτική όμως ικανότητα δεν την είχε· γιατί βρισκόταν στα χέρια του Δία. Και στον Προμηθέα δεν ήταν δυνατό (δεν είχε καιρό) πια να μπει στην Ακρόπολη, την κατοικία του Δία – και εκτός απ’  αυτό, και οι φρουροί του Δία ήταν φοβεροί – μπαίνει λοιπόν κρυφά στο σπίτι της Αθηνάς και του Ήφαιστου, που ήταν κοινό (που το είχαν μαζί), μέσα στο οποίο καταγίνονταν με τις τέχνες, και αφού έκλεψε την τέχνη με φωτιά του Ήφαιστου και την άλλη (τέχνη) της Αθηνάς* τις δίνει στον άνθρωπο· και απ’  αυτό εξασφαλίζονται για τον άνθρωπο πλούσια μέσα για τη ζωή του, ο Προμηθέας όμως εξαιτίας του Επιμηθέα, αργότερα, καθώς λέγεται, διώχθηκε δικαστικά για κλοπή.
ΔΟΜΗ
1.       Ο Επιμηθέας συνειδητοποιεί την απρονοησία του. Ο Προμηθέας διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος έμεινε χωρίς εφόδια.
2.       Ο Προμηθέας κλέβει τις τεχνικές γνώσεις και τη φωτιά (την «ἔντεχνον σοφίαν σύν πυρί») από τον Ήφαιστο και την Αθηνά για χάρη των ανθρώπων
3.       Η αδυναμία του Προμηθέα να κλέψει την πολιτική τέχνη
4.       Τα αποτελέσματα της πράξης του Προμηθέα:
·         Ο άνθρωπος εξασφαλίζει τα μέσα για την αντιμετώπιση των βιοτικών του αναγκών («εὐπορία τοῦ βίου»)
·         Ο Προμηθέας δικάζεται για κλοπή

1. Ο Επιμηθέας συνειδητοποιεί την απρονοησία του. Ο Προμηθέας διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος έμεινε χωρίς εφόδια
Ο «ανυπεράσπιστος» άνθρωπος
·         Ο Επιμηθέας, καθόλου προνοητικός (ἅ­τε δὴ οὖν οὐ πά­νυ τι σο­φὸς ὢν) και χωρίς να το αντιληφθεί (ἔ­λα­θεν αὑ­τὸν), διέθεσε όλα τα βιολογικά (σωματικά) εφόδια στα «άλογα» όντα (υπονοείται ότι ο άνθρωπος διαθέτει «λόγον»). Άφησε το ανθρώπινο γένος ἀ­κό­σμη­τον, δηλαδή γυ­μνόν (χωρίς φυσική προστασία από τις καιρικές συνθήκες, π.χ. τρίχωμα ή σκληρό δέρμα), ἀ­νυ­πό­δη­τον (χωρίς οπλές στα πόδια ή άλλο προστατευτικό μέσο), ἄ­στρω­τον (χωρίς φυσικό στρώμα) καὶ ἄ­ο­πλον (χωρίς φυσικό οπλισμό, π.χ. γερά δόντια, κέρατα, νύχια κλπ, ώστε να προστατεύεται από τους εχθρούς).
·         Έπρεπε να βρεθεί λύση επειγόντως, γιατί πλησίαζε η μέρα να βγει ο άνθρωπος στο φως (ἡ εἱ­μαρ­μέ­νη ἡ­μέ­ρα πα­ρῆν, ἐν ᾗ ἔ­δει καὶ ἄν­θρω­πον ἐ­ξι­έ­ναι ἐκ γῆς εἰς φῶς).
·         Ο Προμηθέας συλλαμβάνει το παράτολμο σχέδιο της κλοπής της φωτιάς και της εντέχνου σοφίας από τους θεούς: ο άνθρωπος έπρεπε να έχει μέσα επιβίωσης, όπως όλα τα άλλα ζώα.


Ήταν όντως «ακόσμητος» ο άνθρωπος; Τα «ἄ-λογα» και ο ανθρώπινος «λόγος»
·        «ἀκόσμητος» από την άποψη των βιολογικών σωματικών εφοδίων, υστερεί σε σχέση με τα άλλα επαρκώς εφοδιασμένα ζώα. Όμως,
·         Δεν ανήκει στα ἄλογα, γιατί διαθέτει λόγον, δηλαδή λογική σκέψη και ἔναρθρη λαλιά (με την οποία δομεί τη λογική του σκέψη και την εκφράζει). Ο λόγος είναι η ειδοποιός διαφορά του από τα άλλα ζώα.
·         Ο Αριστοτέλης διαφωνεί με την άποψη ότι η δημιουργία του ανθρώπου ήταν ατελής. Την θεωρεί τέλεια, επειδή ακριβώς διαθέτει τον λόγον, που του επέτρεψε να αντισταθμίσει τις βιολογικές του ελλείψεις, δημιουργώντας ο ίδιος τα μέσα για την αντιμετώπιση των κινδύνων και των αναγκών του (όπλα, κατοικίες κλπ). Κι ακόμα, ο λόγος τον οδήγησε στη δημιουργία του πολιτισμού του, υλικού, πνευματικού, ηθικού.

Το «ανθρώπων γένος»
·         Ο Πρωτ. θεωρεί τους ανθρώπους ως ενιαίο σύνολο με τις ίδιες φυσικές και πνευματικές ικανότητες. Οι σοφιστές απέρριπταν τη διάκριση των ανθρώπων σε ελεύθερους και δούλους, Έλληνες και βαρβάρους κλπ και διατύπωσαν την πρωτοποριακή για την εποχή τους άποψη περί φυσικής ισότητας όλων των ανθρώπων.

Η «ειμαρμένη ημέρα» (και στην ενότητα 2: «ειμαρμένος χρόνος»)
·         Η μοίρα (ειμαρμένη): ανώτατη δύναμη που καθορίζει τα πάντα, η φυσική αναγκαιότητα, οι αναπόφευκτες δυνάμεις που διέπουν τον κόσμο. Ακόμα και οι θεοί υποτάσσονται σε αυτήν.
·         Η «ειμαρμένη ημέρα» και ο «ειμαρμένος χρόνος» είναι τα καθορισμένα από τη μοίρα χρονικά όρια, στοιχείο του μύθου, που συμβολίζει τη μετάβαση από ένα στάδιο της δημιουργίας/εξέλιξης στο επόμενο. Στην ενότητα 2 ο «ειμαρμένος χρόνος»  σηματοδοτεί την αρχή της δημιουργίας των ζώων (ἐ­πει­δὴ δὲ καὶ τού­τοις χρό­νος ἦλ­θεν εἱ­μαρ­μέ­νος γε­νέ­σε­ως), στην ενότητα 3 η «ειμαρμένη ημέρα» σηματοδοτεί τη μετάβαση από το στάδιο του Επιμηθέα (βιολογική δημιουργία των ζώων) στο στάδιο του Προμηθέα (ο άνθρωπος αποκτά τεχνικές γνώσεις και δημιουργεί τον πολιτισμό του, υλικό, πνευματικό και ηθικό). Το τρίτο στάδιο είναι η δημιουργία οργανωμένων πόλεων (ο Δίας δίνει την πολιτική αρετή -τη δίκη και την αιδώ- στους ανθρώπους κι εκείνοι οργανώνουν πόλεις/κοινωνίες, βλ. ενότητα 4)

2. Ο Προμηθέας κλέβει τις τεχνικές γνώσεις και τη φωτιά (την «ἔντεχνον σοφίαν σύν πυρί») από τον Ήφαιστο και την Αθηνά για χάρη των ανθρώπων
Τα κίνητρα του Προμηθέα
·         «Φιλανθρωπία»: λυπάται τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους και επιδιώκει την επιβίωσή τους. Το ίδιο και ο Δίας, όταν δωρίζει την πολιτική τέχνη. Η θεϊκή «φιλανθρωπία» και στον Όμηρο (η Αθηνά προστάτης του Οδυσσέα), εδώ όμως για το σύνολο του ανθρωπίνου γένους.
·         Η δημιουργία των ζώων έπρεπε να είναι δίκαιη και ισορροπημένη, αλλιώς θα ήταν αποτυχημένη: ο άνθρωπος έπρεπε να έχει τα μέσα για την επιβίωσή του, όπως και τα άλλα ζώα. Η έντεχνος σοφία θα βοηθούσε τον άνθρωπο να το επιτύχει επινοώντας τα δικά του «όπλα». Έτσι, η δημιουργία θα ήταν «τέλεια», όπως αρμόζει σε ένα έργο θεϊκό.

Η έντεχνος σοφία σύν πυρί
·         Έντεχνος σοφία: Το σύνολο των γνώσεων (σοφία) που σχετίζονται με την άσκηση πρακτικών τεχνών, το σύνολο των τεχνικών γνώσεων, η τεχνογνωσία, η τεχνολογία. Ως πρακτικές τέχνες νοούνται αυτές που καλύπτουν τις βιοτικές ανάγκες του ανθρώπου, όπως η μεταλλουργία, η αγγειοπλαστική, η ξυλουργική, η οικοδομική, η αρχιτεκτονική και οι άλλες καλές τέχνες (γλυπτική, ζωγραφική), αφού και αυτές απαιτούν τεχνικές γνώσεις. Η έντεχνος σοφία δεν σχετίζεται με τις καθαρά θεωρητικές γνώσεις (φιλοσοφία, λογοτεχνία κλπ) ούτε με τη θεωρητική σύλληψη ενός έργου τέχνης.
·         Το πυρ: Απαραίτητο μέσο για την εφαρμογή της «εντέχνου σοφίας», των τεχνικών γνώσεων είναι η φωτιά (σύν πυρί), χωρίς την οποία δεν μπορούσε-κατά την αρχαιότητα- να γίνει η επεξεργασία των πρώτων υλών και η κατασκευή των τεχνικών έργων  (ἀ­μή­χα­νον γὰρ ἦν ἄ­νευ πυ­ρὸς αὐ­τὴν κτη­τήν τῳ ἢ χρη­σί­μην γε­νέ­σθαι). Ἡ «ἔ­μπυ­ρος τέ­χνη» (που ανήκει στον Ήφαιστο) είναι ακριβώς η πρακτική εφαρμογή της εντέχνου σοφίας, με τη χρήση της φωτιάς. Σήμερα βέβαια, εκτός από την φωτιά χρησιμοποιούνται και άλλες πηγές ενέργειας.

Οι τεχνικές γνώσεις: ολοκληρωμένο σύνολο «a priori» ή θησαύρισμα σταδιακής πείρας μέσα στους αιώνες;
·         Ο Προμηθέας δωρίζει την έντεχνον σοφίαν ως ένα ήδη διαμορφωμένο –έτοιμο- σύνολο τεχνικών γνώσεων. Ο άνθρωπος δηλαδή αποκτά την τεχνογνωσία από τον Προμηθέα «όλη μαζί», και μπορεί να την εφαρμόσει για να ικανοποιήσει τις βιοτικές του ανάγκες («ολοκληρωμένο σύνολο a priori»). Αυτό δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα: οι τεχνικές γνώσεις είναι αποτέλεσμα μιας μακράς εξέλιξης, από την κατασκευή απλών λίθινων εργαλείων (παλαιολιθική εποχή) έως την επεξεργασία των μετάλλων (εποχή του χαλκού, εποχή του σιδήρου) και την κατασκευή προηγμένων τεχνικών έργων. Οι τεχνικές γνώσεις είναι δηλαδή ένα «θησαύρισμα σταδιακής πείρας μέσα στους αιώνες», που απέκτησε ο άνθρωπος εξελικτικά.
·         Στο μύθο του Πρωταγόρα, όπου όλα παρουσιάζονται συμβολικά, η κλοπή της εντέχνου σοφίας συν πυρί και η παράδοσή της στον άνθρωπο συμβολίζει τη μετάβαση από το στάδιο του βιολογικού σχηματισμού του ανθρώπου (Επιμηθεϊκό στάδιο) σ’ ένα επόμενο στάδιο, εκείνο της γένεσης του υλικού  –κατ’ αρχήν- πολιτισμού (Προμηθεϊκό στάδιο). Σε αυτό ο έλλογος άνθρωπος αποκτά τεχνικές δεξιότητες και γνώσεις, και δημιουργεί τις προϋποθέσεις της επιβίωσής του και της προσαρμογής του στο φυσικό περιβάλλον. Ο ίδιος ο Προμηθέας άλλωστε (όπως όλοι οι θεοί στο μύθο) λειτουργεί ως όργανο της φυσικής νομοτέλειας και της ιστορικής εξέλιξης του ανθρώπου.

Η σημασία της θεϊκής προέλευσης των δώρων
·         Οι τεχνικές γνώσεις και το πυρ ανήκουν στους θεούς (Ήφαιστο και Αθηνά, όπως και η πολιτική τέχνη που ανήκει στο Δία). Αυτό υποδηλώνει τη μεγάλη αξία τους, καθώς οδηγούν τον άνθρωπο σε ένα ανώτερο στάδιο, εκείνο της γενέσεως του πολιτισμού. Επίσης, τη δύσκολη και μακρά πορεία που ο άνθρωπος διήνυσε για να κατακτήσει τις γνώσεις αυτές.
·         Η θεϊκή προέλευση της φωτιάς, ειδικότερα, υποδηλώνει:
*  την ευεργετική για τον άνθρωπο χρήση της: με αυτήν ο άνθρωπος όχι μόνο θερμαίνεται, αλλά και επεξεργάζεται τις πρώτες ύλες (μέταλλα κλπ)και εφαρμόζει τις τεχνικές του  γνώσεις, κατασκευάζοντας τα μέσα για την αντιμετώπιση των αναγκών και των κινδύνων.
*  την καταλυτική της δύναμη, που μπορεί να νοηθεί θετικά αλλά και αρνητικά: η φωτιά καταστρέφει (πυρκαγιές, ηφαίστεια, κεραυνοί κλπ)

Ήφαιστος, Αθηνά:
·         Αθηνά: εκπροσωπεί τις τεχνικές γνώσεις (την ἔντεχνον σοφίαν, ως Εργάνη Αθηνά)
·         Ήφαιστος: θεός σχετικός με την εφαρμογή των τεχνικών γνώσεων, θεός της φωτιάς και της μεταλλουργίας, του ανήκει η ἔμπυρος τέχνη.
·         Οι δύο θεοί συνδέονται στενά: κοινό το εργαστήριό τους, η Αθηνά παιδαγωγός του Εριχθονίου, γιού του Ηφαίστου, κοινή λατρεία τους στην Αθήνα (εορτές των Απατουρίων και των Χαλκείων, κοινός ναός)

3. Η αδυναμία του Προμηθέα να κλέψει την πολιτική τέχνη
·         Πολιτική τέχνη: η ικανότητα δημιουργίας οργανωμένων πόλεων/κοινωνιών
·   Ανήκει στο Δία και φρουρείται στενά: συμβολίζεται έτσι η μεγάλη της σημασία, το ανώτερο στάδιο πολιτισμού στο οποίο ανήκει η δημιουργία πόλεων και η δυσκολία κατάκτησης της πολιτικής τέχνης. Στο μύθο του Πρωτ. ο ίδιος ο Δίας θα αποφασίσει τελικά να την δωρίσει στον άνθρωπο (ενότητα 4).

4. Τα αποτελέσματα της πράξης του Προμηθέα:
·         Με τις τεχνικές του γνώσεις ο άνθρωπος δημιούργησε τα μέσα που η φύση (η απρονοησία του Επιμηθέα) του είχε στερήσει, ώστε να αντιμετωπίσει τις βιοτικές του ανάγκες. Αντιστάθμισε δηλαδή τις βιολογικές του ελλείψεις, κατασκευάζοντας όπλα, ενδύματα, υποδήματα, κατοικίες, παράγοντας την τροφή του κλπ. («τὴν μὲν οὖν πε­ρὶ τὸν βί­ον σο­φί­αν ἄν­θρω­πος ταύ­τῃ ἔ­σχεν», «ἐκ τού­του εὐ­πο­ρί­α μὲν ἀν­θρώ­πῳ τοῦ βί­ου γί­γνε­ται»).
·        Ο Προμηθέας δικάζεται για κλοπή: ο Πρωτ. αναφέρει μόνο ότι δικάστηκε, είναι ωστόσο γνωστή η τιμωρία του Τιτάνα, που ο Δίας αλυσόδεσε στον Καύκασο. Ένας αετός του έτρωγε τη μέρα το συκώτι, που ξανάβγαινε τη νύχτα κοκ. Από το μαρτύριό του τον απελευθέρωσε ο Ηρακλής, σύμφωνα με άλλο μύθο.

ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ 2ης & 3ης ΕΝΟΤΗΤΑΣ
            Σ’ όλες τις αντιρρήσεις του Σωκράτη ο Πρωταγόρας θα προσπαθήσει να απαντήσει μ’ ένα μύθο και με συμβολική και αλληγορική γλώσσα να αποδείξει την πίστη του ότι η πολιτική αρετή είναι διδακτή.
            Ο μύθος αυτός αναφέρεται στη γέννηση των θνητών όντων, και στον εφοδιασμό τους από τον Επιμηθέα με τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα τους εξασφάλιζαν μια ισορροπία στην αριθμητική τους αύξηση. Η κατανομή δηλαδή των ιδιοτήτων έγινε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αντισταθμίζονται και να αναπληρώνονται οι αδυναμίες ορισμένων ζώων, με άλλες ικανότητες (π.χ. μεγάλη ταχύτητα, πολυγονία, φτερά, υπόγειες κατοικίες κ.τ.λ.). Ο φυσικός εξοπλισμός που δωρίζεται ευθύς εξαρχής στα ζώα φανερώνει και τον φυσικό τους προορισμό για έναν αγώνα επιβίωσης που δε θα βασίζεται σε μια ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ τους αλλά σ’ έναν ανηλεή πόλεμο ανάμεσα στα ισχυρότερα και πιο αδύναμα είδη.
            Όταν ο Επιμηθέας ολοκληρώνει το μοίρασμα των «δώρων» τίποτα δε μαρτυρά απρονοησία και επιπολαιότητα, δύο χαρακτηριστικά που είναι συνώνυμα του ονόματος του τιτάνα. Μια εκκρεμότητα όμως υπάρχει· ο άνθρωπος έχει αφεθεί τελείως άοπλος σ΄ έναν αγώνα επιβίωσης που συνεπάγεται τη βέβαιη εξόντωσή του. Η εμφάνιση του Προμηθέα, συμβόλου της προνοητικότητας, είναι καταλυτική. Αυτός κλέβει τη φωτιά από τους θεούς, τον Ήφαιστο και την Αθηνά, και την εγχειρίζει στο ανθρώπινο γένος, λίγο πριν το τελευταίο αρχίσει το δικό του αγώνα στη ζωή.
Διερμηνεύοντας τους συμβολισμούς του μύθου η κατοχή της φωτιάς θα θέσει σε ενέργεια όλες τις διανοητικές λειτουργίες του ανθρώπου, την ευστροφία, την επινοητικότητα και την εφευρετικότητα. Ο γυμνός και ανυπόδητος φαινομενικά άνθρωπος έχει πλέον στην κατοχή του ένα εφόδιο με το οποίο μπορεί από τη μια να κατανοεί και να αντιμετωπίζει ολοένα και πιο επιτυχώς τους κανόνες του πολέμου με τα άγρια θηρία, της επικράτησης απέναντι στα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος και από την άλλη βελτιώνοντας σταδιακά τους όρους της ζωής του σε υλικό και πνευματικό επίπεδο να θέσει και τα θεμέλια για μια ειρηνική συνύπαρξη με τους συνανθρώπους του.
            Η νομοτέλεια που διέπει τη δική του ζωή θα τον οδηγήσει, όταν φτάσει το πλήρωμα του χρόνου, με το δυνατό μυαλό του, να πετύχει και τον εξευγενισμό της φύσης του. Τότε θα κατανοήσει ότι το να επιλέγει το δίκαιο από το άδικο και το καλό από το κακό είναι το μυστικό για μια ειρηνική συμβίωση με τους συνανθρώπους του (κατάκτηση ηθικού πολιτισμού).

Ερμηνευτικές  ερωτήσεις
1. Σε ποια κατάσταση βρέθηκε ο άνθρωπος στην «επιθεώρηση» του Προμηθέα .
2. Πώς έλυσε ο Προμηθέας το πρόβλημα που είχε δημιουργήσει η κατανομή του Επιμηθέα;
3. τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί: «Οι τεχνικές γνώσεις εννοούνται εδώ χορηγημένες στον άνθρωπο ως ολοκληρωμένο σύνολο a priori και όχι ως θησαύρισμα σταδιακής πείρας μέσα στους αιώνες». Συμφωνείτε με την «ανάγνωση» αυτή του μύθου ή όχι και γιατί;
4.  Πώς υποκαθιστά ο άνθρωπος την έλλειψη οργάνων προσαρμογής;
5.  Γιατί ο Ήφαιστος και η Αθηνά αναφέρονται μαζί; Τι αντιπροσώπευαν και ποια σχέση είχαν με την Αθήνα;
6. Διὸς φυλακαί: Τις φρουρές αποτελούσαν η Βία και το Κράτος, όργανα της εξουσίας του Δία, που συναντάμε στη Θεογονία του Ησιόδου (385) και τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου (στ. 12-87). Τι συμβολίζουν, κατά τη γνώμη σας, σε συνδυασμό με την όλη παρουσία των θεών στο μύθο του Πρωταγόρα;
7.   Τι νομίζετε ότι συμβολίζει η κλοπή της φωτιάς από τον Προμηθέα;

Λεξιλογικές ασκήσεις
1. κλέψας < κλέπτω: α) Να σχηματίσετε τρία παράγωγα ουσιαστικά από το ρήμα. β) Χρησιμοποιώντας ως πρώτο συνθετικό το θέμα του ρήματος να γράψετε δύο σύνθετες λέξεις.
2. Να εντοπίσετε στο κείμενο λέξεις ομόρριζες με τις ακόλουθες: πολυμήχανος, μελωδικός, οδόστρωμα, εύχρηστος, επίφοβος, κοινόβιο, λαθροκυνηγός, προμήθεια, κόσμημα. 




ΕΝΟΤΗΤΑ 4η (322Α - 323Α)

Η πολιτική αρετή,
κοινό δώρο του Δία στους ανθρώπους,
απαραίτητη ιδιότητα για τη συγκρότηση κοινωνιών

Μετάφραση
Πρωτ.: Και επειδή ο άνθρωπος είχε συμμετοχή στο θεϊκό κλήρο, πρώτα πρώτα μόνος από τα ζώα πίστεψε σε θεούς, εξαιτίας της συγγένειας με το θεό, και προσπαθούσε να φτιάχνει και βωμούς και αγάλματα θεών. Έπειτα γρήγορα δημιούργησε (άρθρωσε) με την τέχνη φθόγγους (έναρθρη φωνή) και λέξεις, και βρήκε κατοικίες και ρούχα και παπούτσια και στρωσίδια και τροφές από τη γη. Έτσι λοιπόν εφοδιασμένοι οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι, πόλεις όμως δεν υπήρχαν. Καταστρέφονταν λοιπόν από τα θηρία, επειδή ήταν από κάθε άποψη και σε κάθε περίσταση πιο ανίσχυροι απ’ αυτά, και οι τεχνικές γνώσεις ήταν ένας καλός βοηθός τους για την τροφή τους (για να βρίσκουν την τροφή τους), αλλά ανεπαρκής για τον πόλεμο με τα θηρία – γιατί δεν είχαν ακόμα πολιτική τέχνη και επιστήμη για την οργάνωση της πολιτείας, της οποίας μέρος (είναι) η πολεμική – επιδίωκαν λοιπόν να συναθροίζονται και να εξασφαλίζουν τη σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις. Κάθε φορά λοιπόν που συναθροίζονταν, αδικούσαν ο ένας τον άλλο, επειδή δεν είχαν την πολιτική τέχνη, ώστε πάλι σκορπίζοντας (εδώ και κει) καταστρέφονταν. Ο Δίας λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας μήπως χαθεί ολότελα, στέλνει τον Ερμή, που έφερνε στους ανθρώπους τον αλληλοσεβασμό (άγραφο δίκαιο) και τη δικαιοσύνη, για να υπάρχουν τάξη (αρμονία) και στενές σχέσεις των πόλεων που να (τις) κρατάνε ενωμένες με φιλία. Ρωτάει λοιπόν ο Ερμής το Δία με ποιον τέλος πάντων τρόπο να δώσει στους ανθρώπους τη δικαιοσύνη και τον αλληλοσεβασμό. «Ποιο από τα δύο, όπως έχουν μοιραστεί οι τέχνες έτσι να μοιράσω και αυτές[1]; Και έχουν μοιραστεί με τον εξής τρόπο: ένας που κατέχει την ιατρική (είναι) αρκετός για πολλούς άπειρους, (όμοια) και οι άλλοι τεχνίτες[2]. Έτσι λοιπόν να βάλω μέσα στους ανθρώπους  και τη δικαιοσύνη και τον αλληλοσεβασμό ή να τις μοιράσω σε όλους; Σε όλους, είπε ο Δίας, και να έχουν μερίδιο όλοι. Γιατί δεν είναι δυνατό να υπάρχουν πόλεις, αν έχουν μερίδιο σ’ αυτές[3] λίγοι, όπως ακριβώς σε άλλες τέχνες[4]. Και βάλε ένα νόμο από μένα, να θανατώνουν σαν αρρώστια της πόλης αυτόν που δεν μπορεί να έχει μερίδιο στον αλληλοσεβασμό και στη δικαιοσύνη. Έτσι λοιπόν, Σωκράτη, και γι’ αυτούς τους λόγους και οι άλλοι  και οι Αθηναίοι, όταν γίνεται λόγος για αρχιτεκτονική ικανότητα ή για κάποια άλλη τεχνική (ικανότητα), νομίζουν ότι λίγοι έχουν δικαίωμα συμβουλής, και αν κάποιος που είναι έξω από τους λίγους[5] επιχειρεί να δίνει συμβουλές, δεν τον δέχονται, καθώς εσύ λες – με το δίκιο τους (δεν τον δέχονται), όπως εγώ ισχυρίζομαι – όταν όμως έρχονται για συμβουλές (σύσκεψη) για την πολιτική αρετή (τέχνη), που πρέπει να κινείται στο σύνολό της μέσα από τη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη[6], δίκαια δέχονται κάθε άντρα, με την ιδέα ότι ταιριάζει στον καθένα να έχει μερίδιο σ’ αυτήν την αρετή, αλλιώς (είναι επόμενο) να μην υπάρχουν πόλεις. Αυτή, Σωκράτη, (είναι) η αιτία αυτού του πράγματος.
[1] δηλαδή τη δικαιοσύνη και τον αλληλοσεβασμό.
[2] δηλαδή είναι αρκετοί για πολλούς άλλους.
[3] δηλαδή στη δικαιοσύνη και στον αλληλοσεβασμό.
[4] δηλαδή έχουν μερίδιο λίγοι.
[5] δηλαδή τους ικανούς να δίνουν συμβουλές.
[6] Έννοια: η πολιτική τέχνη στηρίζεται εξολοκλήρου στη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη.

ΔΟΜΗ
1.       Η γένεση του πνευματικού και υλικού-τεχνικού πολιτισμού του ανθρώπου
2.       Οι πρώτες αποτυχημένες προσπάθειες του ανθρώπου για κοινωνική συμβίωση
3.       Η παρέμβαση του Δία και η προσφορά της δίκης και της αιδούς στον άνθρωπο
4.       Το συμπέρασμα –απάντηση του Πρωταγόρα: η καθολικότητα και το διδακτόν της πολιτικής αρετής

1.      Η γένεση του πνευματικού και υλικού-τεχνικού πολιτισμού του ανθρώπου

δι­ὰ τὴν τοῦ θε­οῦ συγ­γέ­νει­αν: Η συγγένεια του ανθρώπου με το θεό
·         Η έντεχνος σοφία και το πυρ που έλαβε ο άνθρωπος από τον Προμ.:
- ήταν κτήμα των θεών. Με την έννοια αυτή ο άνθρωπος πράγματι «θεί­ας με­τέ­σχε μοί­ρας», πήρε μερίδιο στη θεϊκή φύση (για τη θεϊκή προέλευση τους και τη σημασία της βλ. ενότητα 3).
- Τα έλαβε από έναν θεό, τον Προμηθέα
·         Πρόκειται βέβαια για συγγένεια «πνευματική», και όχι για κοινή καταγωγή. Η συγγένεια του ανθρώπου με το θεό χρησιμοποιείται από τον Πρωτ. ως επιχείρημα για τη γένεση της θρησκείας (βλ. παρακάτω).

Η γένεση της θρησκείας (στοιχείο του πνευματικού πολιτισμού)
·     Γενεσιουργό αίτιο: η συγγένεια του ανθρώπου με το θεό, δηλαδή η θρησκεία δεν είναι έμφυτη, αλλά προέκυψε σε μεταγενέστερο στάδιο (το Προμηθεϊκό, όχι το Επιμηθεϊκό)
·       Η ερμηνεία αυτή είναι αβάσιμη : η γένεση της θρησκείας οφείλεται στο ένστικτο της πίστης και της λατρείας, που είναι θεμελιώδες στην ανθρώπινη φύση, οι άνθρωποι έχουν μέσα τους έμφυτη την ορμή για λατρεία.
·         Ίσως ο Πρωτ. αναγνώριζε την έμφυτη ύπαρξη θρησκευτικού ενστίκτου στον άνθρωπο, χωρίς ωστόσο να δέχεται και την ύπαρξη των θεών (αγνωστικισμός, βλ. ενότητα 2). Η απόδοσή του στη θεϊκή συγγένεια μπορεί να εξηγηθεί από την προσπάθεια του Πρωτ. να δώσει λαϊκότροπο ύφος στην αφήγησή του, ενσωματώνοντας τέτοιες απλοϊκές ερμηνείες. Άλλοι μελετητές θεωρούν την άποψη αυτή πλατωνική, αφού ο Πρωτ. ήταν αγνωστικιστής.
·         «ζῴ­ων μό­νον»: απ’ όλα τα ζώα ο άνθρωπος μόνο δημιούργησε θρησκεία, γιατί μόνο αυτός συγγένεψε με τους θεούς.
·    Ενδιαφέρουσα η άποψη για σταδιακή ανάπτυξη της θρησκείας: προηγείται η πίστη (θε­οὺς ἐ­νό­μι­σεν), ακολουθεί η λατρεία (ἐ­πε­χεί­ρει βω­μούς τε ἱ­δρύ­ε­σθαι καὶ ἀ­γάλ­μα­τα θε­ῶν)

Η γένεση της γλώσσας (στοιχείο του πνευματικού πολιτισμού)
·         Ο Πρωτ. (όπως και άλλοι σοφιστές, που μελέτησαν το γλωσσικό φαινόμενο):
·       Θεωρεί ότι η γλώσσα πλάστηκε από τον άνθρωπο (δεν ενυπάρχει σε αυτόν «φύσει», αλλά δημιουργήθηκε από αυτόν «νόμῳ») ως προϊόν εξέλιξης (από απλούστερες σε πιο σύνθετες μορφές). Η γλώσσα δημιουργείται από την ανθρώπινη νόηση και βούληση, δεν δίνεται από το θεό. Αντίθετη η παραδοσιακή κατά την αρχαιότητα θεοκρατική άποψη ότι η γλώσσα δόθηκε δηλαδή από τους θεούς κατά τη δημιουργία του και ενυπάρχει στον άνθρωπο «φύσει» (Ηρόδοτος, ΙΙ, 2, το πείραμα του Ψαμμήτιχου).
·  Αναφέρεται στη διπλή άρθρωση της γλώσσας (φω­νὴν καὶ ὀ­νό­μα­τα τα­χὺ δι­ηρ­θρώ­σα­το: άρθρωση φθόγγων = φω­νὴν και άρθρωση λέξεων = ὀ­νό­μα­τα ): πρώτα ο άνθρωπος διαμόρφωσε από τους άναρθρους ήχους (που όλα τα ζώα παράγουν) τους έναρθρους φθόγγους («φωνήν»),  και συνδυάζοντάς τους άρθρωσε τις λέξεις («ονόματα») και τις φράσεις, με τις οποίες εξέφρασε σκέψεις, νοήματα και συναισθήματα και επικοινώνησε με τους άλλους. Οι λέξεις συγκροτούνται από άπειρους συνδυασμούς φθόγγων. Με τις απόψεις αυτές συμφωνεί και η σύγχρονη γλωσσολογική επιστήμη.
·      τῇ τέ­χνῃ: νοείται εδώ η δημιουργική ικανότητα του ανθρώπου, που τον οδήγησε στη δημιουργία της γλώσσας
·      Έπειτα: δεν έχει χρονική σημασία (=η θρησκεία προηγείται της γλώσσας), αλλά μεταβατική (=ακόμα, επίσης). Η θρησκεία προτάσ­σεται, ίσως επειδή σχετίζεται με τους θεούς, που αναφέ­ρονται αμέσως πιο πάνω. Η αναφορά των πολιτισμικών τομέων δεν γίνεται από τον Πρωτ. με σειρά χρονική, αλλά αξιολογική (από τα ανώτερα προς τα κατώτερα):  θρησκεία (ηθικός πολιτισμός), γλώσσα (πνευματικός πολιτισμός)και τελευταίος ο υλικός πολιτισμός (=οι επινοήσεις που θεραπεύουν τις βιοτικές ανάγκες, ενώ αυτές έχουν πρωταρχική σημασία για την επιβίωση του ανθρώπου και προηγούνται χρονικά.)
·     ταχύ: δε σημαίνει γρήγορα, αλλά νωρίς (= στα πρώτα στάδια της ύπαρξης του ανθρώπου). Θα ήταν αντίφαση ο ισχυρισμός ότι η γλώσσα, που αποτελεί προϊόν εξέλιξης (και άρα απαιτεί μακρό χρόνο),δημιουργήθηκε «ταχύ» (σε σύντομο χρονικό διάστη­μα).

Η γένεση του υλικού-τεχνικού πολιτισμού (...καὶ οἰ­κή­σεις … τρο­φὰς ηὕ­ρε­το)
·         Ο άνθρωπος, εφαρμόζοντας τις τεχνικές γνώσεις του (την «έντεχνον σοφίαν»), επινόησε τα μέσα που στερείτο από την βιολογική/σωματική του κατασκευή (λόγω της απρονοησίας του Επιμηθέα) για την αντιμετώπιση των δυσκολιών της φύσης, την προστασία του από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες (κατοικίες, ενδύματα, υποδήματα, στρωσίδια) και την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών, κυρίως τη διατρο­φή του (παραγωγή τροφής από τη γη).
·         τὰς ἐκ γῆς τρο­φὰς ηὕ­ρε­το: πρόκειται για την επινόηση της γεωργίας, την καλλιέργεια δηλαδή φυτών και την παρασκευή τροφής από τους καλλιεργούμενους καρπούς τους. Ο άνθρωπος περνά από το «τροφοσυλλεκτικό» και «θηρευτικό» στάδιο (συλλογή τροφών από τα δέντρα και κυνήγι, που ιστορικά τοποθετείται στην παλαιολοθική εποχή, έως περίπου το 9.000 π.Χ.) στο «τροφοπαραγωγικό» ή «γεωργικό» στάδιο (καλλιέργεια της γης σε αγρούς και, κατά συνέπεια, μόνιμη εγκατάσταση κοντά σε αυτούς, που ιστορικά τοποθετείται στη νεολιθική εποχή).

Ο αφανισμός των ανθρώπων από τα θηρία: η βιολογική αδυναμία και η έλλειψη πολιτικής οργάνωσης απειλούν την επιβίωση του ανθρωπίνου γένους
Ο Πρωτ. περιγράφει εδώ το τελευταίο στάδιο πριν από τη συγκρότηση οργανωμένων πόλεων: οι άνθρωποι ζούσαν μεμονωμένοι και διασκορπισμένοι (ᾤ­κουν σπο­ρά­δην) και τα θηρία τους αφάνιζαν (ἀ­πώλ­λυ­ντο οὖν ὑ­πὸ τῶν θη­ρί­ων), γιατί:
·         υστερούν των θηρίων ως προς τη δύναμη και τις άλλες σωματικές ικανό­τητες (δι­ὰ τὸ πα­ντα­χῇ αὐ­τῶν ἀ­σθε­νέ­στε­ροι εἶ­ναι)
·         οι τεχνικές τους γνώσεις και ικανότητες (ἡ δη­μι­ουρ­γι­κὴ τέ­χνη) τους εξασφά­λιζαν τροφή (αὐ­τοῖς πρὸς μὲν τρο­φὴν ἱ­κα­νὴ βο­η­θὸς ἦν), όχι όμως και τη δυνατότητα αντιμετώπισης των θηρίων (πρὸς δὲ τὸν τῶν θη­ρί­ων πό­λε­μον ἐν­δε­ής). Ο Πρωτ. αποδίδει την αδυναμία αυτή στην άγνοια της «πολιτικής τέχνης», στην έλλειψη δηλ. κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης και επομένως και «πολεμικής τέχνης» (πο­λι­τι­κὴν γὰρ τέ­χνην οὔ­πω εἶ­χον, ἧς μέ­ρος πο­λε­μι­κή)
Η πολεμική τέχνη είναι μέρος της πολιτικής τέχνης
·         Ως «πολεμική τέχνη» νοείται εδώ η οργανωμένη μορφή πολέμου, που δημιουργείται και καλλιεργείται μόνο σε πολιτικά οργανωμένες κοινωνίες, γιατί απαιτεί την ύπαρξη οργανωμένου στρατού με πειθαρχία, ιεραρχία, εκπαίδευση, στρατηγική κλπ.
·      Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος, παρά τα μεγάλα κακά τα οποία προξενεί, δίκαια θεωρείται από τον Πρωταγόρα στοιχείο της πολιτικής, γιατί αναπτύσσει τις ευγενέστερες ορμές του ανθρώπου (όπως η ανδρεία), την άμυνα υπέρ του δικαίου και της ελευθερίας, υπέρ βωμών και εστιών, αφυπνίζει τα έθνη από την ηθική νάρκη μακροχρόνιας ειρήνης, μεταδίδει τον υψηλότερο πολιτισμό των πολιτισμένων λαών σε βαρβάρους κτλ. Όλα αυτά δεν συνεπάγονται ότι ο Πρωταγόρας είναι υπέρ του πολέμου.
δημιουργική τέχνη= έντεχνος σοφία, οι τεχνικές γνώσεις και ικανότητες που έκλεψε και χάρισε στους ανθρώπους ο Προμηθέας μαζί  με  τη φωτιά, η τέχνη των δημιουργών (των τεχνιτών: δημιουργός (< δήμος + έρ­γον) αυτός που παράγει ένα έργο ή κατασκευάζει κάτι χρήσιμο για το λαό).

2.      Οι πρώτες αποτυχημένες προσπάθειες του ανθρώπου για κοινωνική συμβίωση

Οι πρώτες κοινωνίες: σωτηρία και αλληλοσπαραγμός
·       Αίτιο της δημιουργίας των πρώτων κοινωνικών σχηματισμών κατά τον Πρωτ. ήταν η ανάγκη επιβίωσης (προστασία και σωτηρία από τα θηρία: «σῴ­ζε­σθαι»).
·      Άρα, κατά τον Πρωτ., οι άνθρωποι δεν είναι πλασμέ­νοι εκ φύσεως («φύσει») να ζουν οργανωμένοι σε πόλεις, αλλά αυτή την οργάνωση τους την επέβαλε η ανάγκη. Η οργάνωση των ανθρώπων σε πόλεις είναι προϊόν συμφωνίας (έγινε «νόμω») και αντιτίθεται στην ανθρώπινη φύση (σοφιστική άποψη). Η άποψη αυτή παραπέμπει στις νεότερες θεωρίες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού περί «κοινωνικού συμβολαίου» (Λοκ, Ρουσσό).
·    Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει, αντίθετα, ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεωςπάσα πόλις φύσει εστίν»), η οργάνωση της δεν έρχεται σε αντίθεση με τη φύση, και επομέ­νως ο άνθρωπος είναι φύσει ζῷον πολιτικόν (βλ. Αριστοτέλη Πολιτικά, ενότητα 12).
·     Ο Πλάτωνας θεωρεί ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να καλύπτουν μόνοι όλες τις ανάγκες τους (οικονομικές, πνευματικές κά).
·       Οι άνθρωποι επιδίωξαν («ἐ­ζή­τουν») να ζουν συγκεντρωμένοι («ἁ­θροί­ζε­σθαι» και όχι «οἰκεῖν σποράδην», να χτίζουν σπίτια και οικισμούς («κτί­ζο­ντες πό­λεις»), να ζούν πολλοί μαζί για να μπορούν από κοινού να αμύνονται απέναντι στα θηρία («σῴ­ζε­σθαι»).
Ο αλληλοσπαραγμός: Οι πρώτες κοινωνίες, δεν ήταν πολιτικά οργανωμένες: οι άνθρωποι δεν κατείχαν την πολιτική τέχνη, την πολιτική αρετή (τη «δίκην» και την «αἰδώ» την αρετή του δίκαιου πολίτη), η συμβίωσή τους δεν ρυθμιζόταν από κανόνες (ηθικό και γραπτό δίκαιο).  Αναπόφευκτα επικρατούσε αδικία, αυθαιρεσία, αναρχία, μίσος και τελικά αλληλοεξόντωση («ἠ­δί­κουν ἀλ­λή­λους ἅ­τε οὐκ ἔ­χο­ντες τὴν πο­λι­τι­κὴν τέ­χνην»), καθώς καθένας προσπαθούσε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες και τα συμφέροντά του εις βάρος των άλλων. Η συμβατική αυτή συμβίωση δεν είχε διάρκεια, οι άνθρωποι άρχιζαν να σκορπί­ζουν και να σκοτώνονται και πάλι από τα θηρία (επανέρχονταν στην προηγούμενη κατάσταση -«ὥ­στε πά­λιν σκε­δαν­νύ­με­νοι δι­ε­φθεί­ρο­ντο»).
θρησκεία-γλώσσα-πόλις: Η δημιουργία κοινωνιών αναφέρεται ύστερα από τη γένεση της θρησκείας και της γλώσσας, που όμως προϋποθέτουν την κοινωνική συμβίωση, αναπτύχθηκαν δηλαδή στα πλαίσια των οργανωμένων κοινωνιών. Η δημιουργία πόλεων αναφέρεται τελευταία, για να αναπτυχτεί αμέ­σως μετά η θεωρία για την πολιτική αρετή.

3.      Η παρέμβαση του Δία και η προσφορά της δίκης και της αιδούς στον άνθρωπο

·       Ο Δίας αποφασίζει να σταματήσει τον αφανισμό τους και να τους σώσει. Επεμβαίνει δυναμι­κά και τους στέλνει την αιδώ και τη δίκη, τα μέσα για την εξασφάλιση τάξης στο σύνολο και ομαλών σχέσεων ανάμεσα στα άτομα. Ως υπέρτατος ρυθμιστής των πάντων και πατέρας των ανθρώπων, δείχνει τη «φιλανθρωπία» του, ενδιαφέρον και φροντίδα για τους αν­θρώπους, όπως και ο Προμηθέας (και ο χριστιανικός Θεός, η Θεία Πρόνοια), ώστε μα μην αφανιστούν (Ζεὺς οὖν δεί­σας πε­ρὶ τῷ γέ­νει ἡ­μῶν μὴ ἀ­πό­λοι­το πᾶν).
·         Η παρέμβαση του Δία σε αντίφαση με τον «αγνωστικισμό» του Πρωταγόρα (βλ. ενότητα 2).
Η αιδώς και η δίκη
·     αιδώς: το συναίσθημα της ντροπής που νιώθει ο κοινωνικός άνθρωπος για κάθε πράξη του που αντιβαίνει στον καθιερωμένο ηθικό κώδικα του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Η έννοια της «αιδούς» είναι για τους αρχαίους μια έννοια σύνθετη, που περιλαμβάνει και τη σεμνότητα και το σεβασμό προς τους άλλους. Δεν έχει σχέση με τις ενοχές και τις τύψεις, που βιώνει κανείς μετά από μια παρεκτροπή, μια ανήθικη ή παράνομη πράξη. Δεν μπορεί να αποδοθεί στα νέα ελληνικά με μία μόνο λέ­ξη : είναι η ηθική, η ηθική συνείδηση, ο σεβασμός στους άγραφους νό­μους, το φιλότιμο, ο αυτοσεβασμός.
·         δίκη: το συναίσθημα της δικαιοσύνης, η αντίληψη του δίκαιου και του άδικου, ο σεβασμός των γραπτών νόμων και των δικαιωμάτων των άλλων, η θέληση του ανθρώπου να αποδίδει στον καθένα αυτό που του ανήκει ή δικαιούται.
Η αξία τους
·     Αποτελούν τα βασικά στοιχεία της πολιτικής αρετής, τις αναγκαίες προϋποθέσεις της κοινωνικής συμβίωσης. Κρατούν δεμένους ψυχικά τους ανθρώπους, με αισθήματα ομόνοιας, αλληλεγγύης και συνεργατικότητας (δεσμοί φιλίας συναγωγοί), ώστε αυτοί να μην επιδιώκουν την ικανοποίηση των επιθυμιών και των συμφερόντων τους εις βάρος των άλλων και του κοινωνικού συνόλου και να αποφεύγουν τις συγκρούσεις και την αδικία. Έτσι, εξασφαλίζεται ομαλή συμβίωση, διασφαλίζεται η συνο­χή του συνόλου, διατηρείται ισορροπία και επικρατεί ευταξία στην οργα­νωμένη κοινωνία (πόλεων κόσμοι).
·       Σε ατομικό επίπεδο: ενισχύουν την ηθική δράση του ατόμου, το απαλλάσσουν από ταπεινά ένστικτα, πάθη και αδυναμίες, το απομακρύνουν από την ιδιοτέλεια, την αισχροκέρδεια, τον ωφελιμισμό και καλλιεργούν την εντιμότητα, την κοινωνική και ηθική συνείδηση.

Τα δώρα των φιλάνθρωπων θεών, του Δία και του Προμηθέα: μια σύγκριση
·       Τα δώρα του Προμηθέα (έντεχνος σοφία και φωτιά) : πολύτιμα, βοή­θησαν τον άνθρωπο να προφυλαχτεί από τη φύση και παράλληλα να βάλει τα θεμέλια του πνευματικού και του υλικού-τεχνικού πολιτισμού, αλλά ανεπαρκή για την αντιμετώπιση των θηρίων και την οργάνωση βιώσιμων κοινωνιών.
·       Τα δώρα του Δία (αιδώς και δίκη= πολιτική αρετή): έσωσαν τους ανθρώπους από τον αφανισμό, αλλά, κυρίως, τους βοήθησαν να αποκτή­σουν την πολιτική αρετή, να δημιουργήσουν οργανωμένες βιώσιμες κοινωνίες, στο πλαίσιο των οποίων ανέπτυξαν υψηλό πολιτισμό («πολιτισμός» δε νοείται έξω από το οργανωμένο σύνολο, την «πόλιν»). Είναι ανώτερης αξίας, γιατί ανώτερο είναι και το αποτέλεσμά τους. Γι’ αυτό και ανήκουν στο Δία…
·       ο Προμηθέας έδωσε δώ­ρα που τα έκλεψε από άλλους, ενώ του Δία τα δώρα προέρχονταν από τον ίδιο.

Η απορία του Ερμή
·       Ο Δίας στέλνει τον Ερμή, τον αγγελιοφόρο των θεών, να μοιράσει τα δύο δώρα του στους ανθρώπους.
·     Ο Ερμής προβληματίζεται ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα τα μοιράσει:  μόνο σε λίγους, όπως τις τέχνες, ή σε όλους τους ανθρώπους.
·     υπενθυμίζει με τρόπο «διδακτικό» πώς έχει γίνει η μοιρασιά, σαν να μην ήξερε ή σαν να μη θυμόταν ο Δίας, και αυτό δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα θυμηδίας. Η αφελής ερώτηση του Ερμή:
      δημιουργεί χαλάρωση στον ακροατή, καθώς ο μύθος βαίνει προς το τέλος και θα χρειαστεί να ακουστεί το συμπέρασμα με ανανεωμένη προσοχή
        - δίνει παραστατικότητα στο λόγο και ποικιλία στην αφήγηση (διάλογος, μετάβαση από τον πλάγιο στον ευθύ λόγο). Η εντολή του Δία δίνεται πιο παραστατικά και έντονα με το διάλογο.

Ο καταμερισμός των τεχνών (καταμερισμός εργασίας) (νε­νέ­μη­νται δὲ ὧ­δε· εἷς ἔ­χων ἰ­α­τρι­κὴν πολ­λοῖς ἱ­κα­νὸς ἰ­δι­ώ­ταις, καὶ οἱ ἄλ­λοι δη­μι­ουρ­γοί).
·       Κάθε τέχνη έχει μοιραστεί μό­νο σε λίγους, που αρκούν για να εξυπηρετήσουν πολλούς άλλους. Υπάρχει δηλαδή καταμερισμός της εργασίας: δεν ασχολούνται όλοι με όλα, αλλά ο καθένας με μια συγκεκριμένη απασχόληση. Ο καταμερισμός της εργασίας συμβάλλει στη βαθύτερη γνώση του συγκεκριμένου αντικειμένου και εξασφαλίζει την πρόοδο του πολιτισμού.

Η καθολικότητα της πολιτικής αρετής.
Η πολιτική αρετή δεν περιλαμβάνεται στον καταμερισμό αυτό: ο Δίας δίνει αυστηρή εντολή να μοιραστούν η αιδώς και η δίκη, σε ό­λους γενικά τους ανθρώπους. (“᾿Ε­πὶ πά­ντας,” ἔ­φη ὁ Ζεύς, “καὶ πά­ντες με­τε­χό­ντων)
·       Το επιχείρημα του Πρωταγόρα (οὐ γὰρ ἂν γέ­νοι­ντο πό­λεις, εἰ ὀ­λί­γοι αὐ­τῶν με­τέ­χοι­εν ὥ­σπερ ἄλ­λων τε­χνῶν·)Αν περιλαμβανόταν στον καταμερισμό εργασίας και η πολιτική αρετή, δε θα συμμετείχαν όλοι στην πολιτική ζωή και δε θα υπήρχαν πόλεις, με την έννοια ότι η λειτουργία της πόλης (η πολιτική ζωή) προϋποθέτει πως οι άνθρωποι αποδέχονται κοινές ηθικές αξίες, την αἰδῶ και τη δίκη. Αν δεν τις αποδέχονταν, οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί θα κατέληγαν στην αλληλοεξόντωση των ανθρώπων, όπως στην προηγούμενη φάση. Η ύπαρξη της πόλεως  συνδέεται άρρηκτα με την αἰδῶ και τη δίκη, που αποτελούν το θεμέλιο και την αναγκαία προϋπόθεσή της, γι’ αυτό θα ήταν αδιανόητο να μην έχουν δοθεί σε όλους. Κατάληξη αυτής της πολιτιστικής εξέλιξης αποτελεί η αθηναϊκή δημοκρατία (όλοι οι πολίτες μετέχουν στην πολιτική ζωή), που δικαιώνεται με το μύθο του Πρωταγόρα.

Ο νόμος του Δία: η τιμωρία των αδίκων
·        ο Δίας προστάζει τον Ερμή να θεσπίσει εκ μέρους του νόμο (καὶ νό­μον γε θὲς πα­ρ' ἐ­μοῦ) που θα επιβάλλει τη θανατική ποινή σε όποιον δε θα έχει μερίδιο στην αιδώ και στη δίκη, δε θα μπορεί ή δε θα θέλει να ενταχτεί στο κοινωνικό σύστημα (τὸν μὴ δυ­νά­με­νον αἰ­δοῦς καὶ δί­κης με­τέ­χειν κτεί­νειν). Γιατί αυτός θα μοιάζει με αρ­ρώστια της πόλης, θα είναι επικίνδυνος γι' αυτή και θα πρέπει να θανατωθεί για την εξυγίανση της (ὡς νό­σον πό­λε­ως).
·         Ο νόμος προστατεύει την πολιτεία και συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία και επιβίωσή της. Διδάσκει στους πολίτες την πολιτική αρετή, την ορθή συμπεριφορά στα πλαίσια της πόλης, αποτρέπει τις αυθαιρεσίες και τελικά, τιμωρεί όσους απειλούν με τη δράση τους την ύπαρξη της πόλης.
·      Η θανατική ποινή: υπερβολικά αυστηρή η τιμωρία που επιβάλλει ο νόμος του Δία. Σήμερα θα θεωρούσαμε τη θανάτωση σκληρό και απάνθρωπο μέτρο. Στόχος του Πρωτ. είναι να δείξει τη μεγάλη σημασία της πολιτικής αρετής για την ύπαρξη της πόλεως.

Η ευθύνη του ανθρώπου:  δυνάμει και ἐνεργείᾳ της πολιτικής αρετής
Η αιδώς και η δίκη μοιράζονται σε όλους τους ανθρώπους ως δυνατότητα («δυνάμει»). Όλοι δηλαδή έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν την πολιτική αρετή (να γίνουν «ἐνεργείᾳ» αγαθοί πολίτες). Κάποιοι, όμως, δε θέλουν ή δεν μπορούν να την αποκτήσουν «ἐνεργείᾳ». Επαφίεται στην ελεύθερη βούληση του αν­θρώπου να καλλιεργήσει τα δώρα του Δία (που δεν είναι βέβαια έμφυτα), απαιτείται εσωτερικός α­γώνας και προσπάθεια του ανθρώπου για την κατάκτηση της δίκης και της αἰδοῦς. Έχει χρέος, ως μέλος της πόλεως, μέσω της διδασκαλίας να αποκτήσει την πολιτική αρετή (να μετέχει σε αυτήν) και αυτό είναι προσωπική του ευθύνη. Αν δεν το κατορθώσει, ευθύνεται και τιμωρείται ως «μη μετέχων δίκης και αἰδοῦς».

4.      Το συμπέρασμα –απάντηση του Πρωταγόρα: η καθολικότητα και το διδακτόν της αρετής
·       Ο Πρωταγόρας, αφού αφηγήθηκε το μύθο του Προμηθέα, συμφωνεί με όσα είπε ο Σω. για τους Αθηναίους (βλ. ενότητα 1):
-  για τις συμβουλές σε τεχνικά ζητήματα (οὕ­τω δή, ὦ Σώ­κρα­τες, … οὐκ ἀ­νέ­χο­νται) και συμφωνεί με τη στάση τους (εἰ­κό­τως, ὡς ἐ­γώ φη­μι),  αφού όπως εξήγησε στο μύθο οι τεχνικές γνώσεις δεν έχουν δοθεί σε όλους.
-  για τις συμβουλές στα πολιτικά ζητήματα (ὅ­ταν δὲ εἰς συμ­βου­λὴν πο­λι­τι­κῆς ἀ­ρε­τῆς ἴ­ω­σιν), επίσης συμφωνεί με τη στάση τους (εἰ­κό­τως ἅ­πα­ντος ἀν­δρὸς ἀ­νέ­χο­νται), αλλά την ερμηνεύει διαφορετικά, καταλήγει σε διαφορετικό συμπέρασμα από το Σω.:
-  το συμπέρασμα του Σω.: η πολιτική αρετή ενυπάρχει σε όλους τους πολίτες, άρα είναι έμφυτη και όχι διδακτή.
-  Το συμπέρασμα του Πρωτ.: η πολιτική αρετή ενυπάρχει σε όλους τους πολίτες, επειδή ο Δίας έχει μοιράσει σε όλους την αιδώ και τη δίκη (=την πολιτική αρετή). Είναι δηλαδή καθολική, γιατί αν δεν μετείχαν όλοι οι πολίτες σε αυτήν δεν θα ήταν δυνατή η ύπαρξη πόλεων (ὡς πα­ντὶ προ­σῆ­κον ταύ­της γε με­τέ­χειν τῆς ἀ­ρε­τῆς ἢ μὴ εἶ­ναι πό­λεις). Δεν είναι όμως έμφυτη, γιατί την έδωσε ο Δίας σε μεταγενέστερο στάδιο της εξέλιξης του ανθρώπου και –κυρίως- είναι διδακτή, γιατί ο Δίας έδωσε στους ανθρώπους τη δυνατότητα («δυνάμει») να γίνουν αγαθοί πολίτες και είναι δική τους ευθύνη η πραγμάτωση («ἐνεργείᾳ») της δυνατότητας αυτής μέσω της διδασκαλίας, της καλλιέργειας.
·         ἣν δεῖ δι­ὰ δι­και­ο­σύ­νης πᾶ­σαν ἰ­έ­ναι καὶ σω­φρο­σύ­νης: αξιοσημείωτη η αναφορά όχι της αἰδοῦς, αλλά της σωφροσύνης. Η (πολιτική) αρετή είναι ένα σύνολο επιμέρους αρετών («μόρια της ἀρετῆς»), όπως η αἰδώς, η δίκη, η σωφροσύνη, η ὀσιότης κά

Ερμηνευτικές - λεξιλογικές ερωτήσεις

1. θείας μετέσχε μοίρας: Με ποιο τρόπο συμμετείχε ο άνθρωπος στη μοίρα, στο μερίδιο των θεών;
2. Τι είχαν επιτύχει και σε ποιο στάδιο εξέλιξης είχαν φτάσει οι άνθρωποι πριν από τη δημιουργία πόλεων;
3. Ποια προβλήματα αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι, όταν ζούσαν διασκορπισμένοι και ποια προβλήματα αντιμετώπισαν στις πόλεις αμέσως μετά την  ίδρυσή τους; Πού οφείλονταν τα προβλήματα αυτά;
4. Η πολεμική τέχνη παρουσιάζεται ως μέρος της πολιτικής. Πώς εξηγείται αυτό, κατά τη γνώμη σας;
5. α) αἰδώς, δίκη: Ποιο είναι το περιεχόμενο καθεμιάς έννοιας; β) Γιατί θεωρούνται πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί;
6. Σε ποιο σημείο του κειμένου γίνεται αναφορά στον καταμερισμό της εργασίας; Ποια σημασία τού αποδίδει ο Πρωταγόρας για την εξέλιξη του πολιτισμού και γιατί η πολιτική δεν μπορούσε να περιλαμβάνεται στον καταμερισμό αυτό;
7. οὐ γὰρ ἂν γένοιντο πόλεις, εἰ ὀλίγοι αὐτῶν (αἰδοῦς καὶ δίκης) μετέχοιεν: Η άποψη αυτή αναφέρεται μόνο σε δημοκρατικά πολιτεύματα ή σε όλα; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
8. Ποιο στάδιο στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου εκπροσωπεί η πολιτική τέχνη και πώς συντελείται το πέρασμα σ’ αυτό;
9. … καὶ νόμον γε θὲς ... πόλεως: Πώς εξηγείται η ανάγκη νόμου για την τιμωρία όποιου δε μετέχει στην αἰδῶ και τη δίκη, αφού αυτές μοιράστηκαν σε όλους;
10. Να γράψετε ένα ομόρριζο ουσιαστικό της νέας ελληνικής γλώσσας, απλό ή σύνθετο, για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου: ἁθροισθεῖεν, σκεδαννύμενοι, διεφθείροντο, ἀπόλοιτο, ἄγοντα, δοίη, νενέμηνται, θῶ, μετεχόντων, γένοιντο.




ΕΝΟΤΗΤΑ 5η (323Α-Ε)

 Η πολιτική αρετή ως κοινή και φυσική ιδιότητα όλων των ανθρώπων

Μετάφραση
    Και για να µη νοµίζεις πως εξαπατάσαι πάρε πάλι το εξής σαν απόδειξη, ότι πραγµατικά όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν ότι κάθε άνθρωπος συµµετέχει στη δικαιοσύνη και στην υπόλοιπη πολιτική αρετή. ηλαδή για τις άλλες αρετές, όπως λες κι εσύ, αν υποστηρίζει κάποιος ότι είναι καλός αυλητής ή σ’ οποιαδήποτε άλλη τέχνη στην οποία δεν είναι, γελάνε σε βάρος του ή αγανακτούν, και οι δικοί του τον πλησιάζουν και τον συµβουλεύουν σαν να έχει τρελαθεί· στη δικαιοσύνη όµως και στην άλλη πολιτική αρετή, αν και γνωρίζουν για κάποιον ότι είναι άδικος, αν αυτός ο ίδιος λέγει την αλήθεια σε βάρος του µπροστά σε πολλούς, πράγµα το οποίο θεωρούσαν σαν σωφροσύνη, δηλαδή το να λέει την αλήθεια, σε τούτη την περίπτωση (το θεωρούν) τρέλα, και λένε πως πρέπει όλοι να υποστηρίζουν πως είναι δίκαιοι, είτε είναι, είτε όχι, διαφορετικά (λένε ότι) είναι τρελός αυτός που δεν έχει κτήµα του τη δικαιοσύνη, γιατί, κατά τη γνώµη τους, είναι ανάγκη καθένας να συµµετέχει σ’ αυτή µ’ οποιονδήποτε τρόπο, διαφορετικά να µη ζει ανάµεσα στους ανθρώπους.
    Ότι λοιπόν (και οι άλλοι και οι Αθηναίοι) εύλογα δέχονται κάθε άνθρωπο σαν σύµβουλο σ’ αυτή την αρετή, γιατί νοµίζουν πως όλοι έχουν συµµετοχή σ’ αυτή, αυτά αναφέρω. Ότι όµως νοµίζουν ότι δεν είναι αυτή (η αρετή) έµφυτη, και χωρίς εξωτερική επίδραση, αλλά ότι µπορεί να διδαχτεί κι ότι γίνεται απόκτηµα µε τη φροντίδα σ’ όποιον συµβαίνει να γίνεται κτήµα, αυτό θα προσπαθήσω να σου αποδείξω στη συνέχεια. Για όσα δηλαδή κακά νοµίζουν οι άνθρωποι ο ένας για τον άλλο πως τα έχουν από τη φύση, ή τυχαία, κανένας δε θυµώνει ούτε συµβουλεύει ούτε διδάσκει ούτε τιµωρεί όσους έχουν αυτά, για να µην είναι τέτοιοι, αλλά τους λυπούνται: για παράδειγµα, στους άσχηµους ή µικρόσωµους ή ασθενικούς ποιος είναι τόσο ανόητος ώστε να προσπαθεί να (τους) κάνει κάτι απ’ αυτά; Γιατί γνωρίζουν, βέβαια, νοµίζω, πως αυτά συµβαίνουν στους ανθρώπους από τη φύση και από την τύχη, δηλαδή οι καλές ιδιότητες και οι αντίθετές τους· όσα αγαθά όµως νοµίζουν οι άνθρωποι πως τ’ αποκτούν µε φροντίδα και άσκηση και µάθηση, αν κανείς δεν τα έχει, αλλά (έχει) τα αντίθετά τους κακά, γι’ αυτά, αν δεν απατώµαι, γίνονται και οι επιπλήξεις και οι τιµωρίες και οι συµβουλές. Απ’ αυτά (τα κακά) ένα είναι η αδικία και η ασέβεια και γενικά οτιδήποτε το αντίθετο στην πολιτική αρετή.

ΔΟΜΗ
1.     Η απόδειξη  για την καθολικότητα της πολι­τικής αρετής (πρώτη παράγραφος)
2.     Η (πρώτη) απόδειξη για το διδακτό της πολιτικής αρετής (δεύτερη παράγραφος)

1.    Η απόδειξη  για την καθολικότητα της πολι­τικής αρετής : Το «τεκμήριον» αποτελείται από την αποδεικτέα θέση (προτάσσεται), τα παραδείγματα του αυλητή και του αδίκου (από την καθημερινή εμπειρία, την ευρύτερη κοινωνική ζωή) και το συμπέρασμα.

α. Η αποδεικτέα θέση (ὡς τῷ ὄ­ντι ἡ­γοῦ­νται … καὶ τῆς ἄλ­λης πο­λι­τι­κῆς ἀ­ρε­τῆς).
·       Το «τεκμήριον» του Πρωτ. θα αποδείξει την καθολικότητα της πολιτικής αρετής (…πά­ντα ἄνδρα με­τέ­χειν…)
·       Ο Πρωτ. έχει ήδη αποδείξει με το μύθο του Προμηθέα την άποψη αυτή και θεωρεί -σωστά- ότι και ο Σω. την αποδέχεται. Τώρα θα την ενισχύσει επιπρόσθετα (…αὖ …)και με ένα «τεκμήριον» μια λογική απόδειξη (῞Ι­να δὲ μὴ οἴ­ῃ ἀ­πα­τᾶ­σθαι …τό­δε αὖ λα­βὲ τε­κμή­ρι­ον).
·       δι­και­ο­σύ­νης τε καὶ τῆς ἄλ­λης πο­λι­τι­κῆς ἀ­ρε­τῆς : η πολιτική αρετή περιλαμβάνει βέβαια τη δικαιοσύνη («δίκη»), αλλά και άλλες επιμέρους αρετές, είναι έννοια σύνθετη.

β. Το παράδειγμα του αυλητή (ἐν γὰρ ταῖς ἄλ­λαις ἀ­ρε­ταῖς, … νου­θε­τοῦ­σιν ὡς μαι­νό­με­νον·)
·       ἐν γὰρ ταῖς ἄλ­λαις ἀ­ρε­ταῖς : το παράδειγμα του αυλητή αναφέρεται όχι στην πολιτική αρετή, αλλά στις διάφορες ικανότητες, στις τεχνικές γνώσεις και δεξιότητες που μπορεί κανείς να έχει σε κάποιον τομέα (ἢ ἄλ­λην ἡ­ντι­νοῦν τέ­χνην). Οι λ. «ἀρετή» (=ικανότητα) και «ἀγαθός» (=ικανός) δεν έχουν εδώ ηθικό περιεχόμενο.
ð Αν κάποιος ισχυριστεί ψευδώς ότι κατέχει μια τέχνη (του αυλητή ή οποιαδήποτε άλλη : «ἐ­άν τις φῇ ἀ­γα­θὸς αὐ­λη­τὴς εἶ­ναι, ἢ ἄλ­λην ἡ­ντι­νοῦν τέ­χνην ἣν μή ἐ­στιν»), τότε ο κόσμος τον κοροϊδεύει κι οργίζεται, οι δικοί του τον συμβουλεύουν σα να’ναι τρελός («ἢ κα­τα­γε­λῶ­σιν ἢ χα­λε­παί­νου­σιν, καὶ οἱ οἰ­κεῖ­οι προ­σι­ό­ντες νου­θε­τοῦ­σιν ὡς μαι­νό­με­νον»). Ο ψευδής ισχυρισμός, δηλαδή, δεν είναι αποδεκτός, θεωρείται παρανοϊκή συμπεριφορά. Κι αυτό γιατί ο ψευδόμενος εκτίθεται στα μάτια του κόσμου, η εικόνα του αμαυρώνεται, γελοιοποιείται.

γ. Το παράδειγμα του αδίκου (ἐν δὲ δι­και­ο­σύ­νῃ … τὸν μὴ προ­σποι­ού­με­νον [δι­και­ο­σύ­νην]·)
ð Αν κάποιος ισχυριστεί αληθώς, δημοσίως και με ειλικρίνεια ότι είναι άδικος (δηλ. δεν κατέχει την πολιτική αρετή : «ἐ­ὰν οὗ­τος αὐ­τὸς κα­θ' αὑ­τοῦ τἀ­λη­θῆ λέ­γῃ ἐ­να­ντί­ον πολ­λῶν»), τότε ο κόσμος τον θεωρεί τρελό, αν και γνωρίζει ότι λέει την αλήθεια («ἐ­άν τι­να καὶ εἰ­δῶ­σιν ὅ­τι ἄ­δι­κός ἐ­στιν»). Σε αυτήν την περίπτωση παρανοϊκή συμπεριφορά θεωρείται  ο αληθής –και όχι ο ψευδής-ισχυρισμός («ὃ ἐ­κεῖ σω­φρο­σύ­νην ἡ­γοῦ­ντο εἶ­ναι, τἀ­λη­θῆ λέ­γειν, ἐ­νταῦ­θα μα­νί­αν»).  Όλοι πιστεύουν πως πρέπει να λέμε ότι είμαστε δίκαιοι, έστω και αν χρειαστεί να πούμε ψέματα («καί φα­σιν πά­ντας δεῖν φά­ναι εἶ­ναι δι­καί­ους, ἐ­ά­ντε ὦ­σιν ἐ­ά­ντε μή, ἢ μαί­νε­σθαι τὸν μὴ προ­σποι­ού­με­νον [δι­και­ο­σύ­νην]»). Κι αυτό γιατί όποιος δηλώνει ότι είναι άδικος –έστω κι αν λέει αλήθεια, έστω κι αν όλοι το ξέρουν- εκτίθεται στα μάτια του κόσμου, παραδεχόμενος την ανηθικότητά του απορρίπτεται από την κοινωνία.

δ. Το συμπέρασμα (ὡς ἀ­να­γκαῖ­ον οὐ­δέ­να ὅ­ντι­ν' οὐ­χὶ ἁ­μῶς γέ πως με­τέ­χειν αὐ­τῆς, ἢ μὴ εἶ­ναι ἐν ἀν­θρώ­ποις.) 
·       Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να συμμετέχουν με κάποιον τρόπο (σε κάποιον βαθμό, όχι απαραίτητα στον πιο υψηλό βαθμό : «ἁ­μῶς γέ πως»)στην πολιτική αρετή και όποιος δε συμμετέχει δεν έχει θέση μέ­σα στην κοινωνία των ανθρώπων («ἢ μὴ εἶ­ναι ἐν ἀν­θρώ­ποις»). Βασική προϋπόθεση, δηλαδή, για την ύπαρξη κοινωνίας είναι η συμμετοχή όλων των ανθρώπων στη πολιτική αρετή. Γι’αυτό είναι αδιανόητο, κατά την άποψη του κόσμου, να λέει κανείς ότι δεν συμμετέχει σε αυτήν, έστω και αν χρειαστεί να προ­σποιείται.
·       ἢ μὴ εἶ­ναι ἐν ἀν­θρώ­ποις : όποιος δεν μετέχει της πολιτικής αρετής δεν μπορεί να είναι πολίτης. Η κοινωνία τον αποβάλλει, δεν είναι επιτρεπτή η συμβίωσή του με τους άλλους ανθρώπους, γιατί θα διαπράξει αδικίες, διασαλεύοντας την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Στο μύθο του Προμηθέα, ο Δίας διατάζει η ποινή του αδίκου να είναι ο θάνατος («κτεί­νειν ὡς νό­σον πό­λε­ως»), ποινή αυστηρή που όμως τονίζει τη σημασία της πολιτικής αρετής. Εδώ αναφέρεται η απομάκρυνση του αδίκου από την πόλη, δηλαδή η ποινή της εξορίας. Η ποινή αυτή φαίνεται ηπιότερη, ωστόσο μπορεί να θεωρηθεί εξίσου σκληρή, δεδομένης της σημασίας που έχει για τον άνθρωπο η κοινωνική ζωή. Κατά τον Αριστοτέλη, μάλιστα, ο άνθρωπος, ως «κοινωνικόν ζώον», δεν μπορεί να ζήσει έξω από την κοινωνία, μόνος του, εκτός αν είναι θεός ή θηρίον (βλ. Αριστοτέλους Πολιτικά, ενότητα 13)

Το «τεκμήριον» συνοπτικά :
·       Ο κόσμος θεωρεί τρελλό και όποιον ισχυρίζεται ψευδώς ότι κατέχει κάποια τέχνη, αλλά και όποιον ισχυρίζεται αληθώς ότι δεν κατέχει την πολιτική αρετή (παραδείγματα)
·       γιατί ο κόσμος θεωρεί ότι όλοι πρέπει να ισχυρίζονται ότι κατέχουν την πολιτική αρετή και πρέπει όλοι να την κατέχουν σε κάποιο βαθμό προκειμένου να είναι πολίτες μιας πόλης.(συμπέρασμα)
·       Άρα, ο κόσμος θεωρεί ότι όλοι κατέχουν την πολιτική αρετή. (αποδεικτέα θέση)

Κριτική της απόδειξης
v Η δεοντολογική διατύπωση : παρόλο που η αποδεικτέα θέση διατυπώνεται αποφαντικά (τῷ ὄ­ντι ἡ­γοῦ­νται …), στις προτάσεις που αιτιολογούν το συμπερασμά του η διατύπωση είναι δεοντολογική : «φα­σιν πά­ντας δεῖν φά­ναι εἶ­ναι δι­καί­ους» και «ὡς ἀ­να­γκαῖ­ον οὐ­δέ­να ὅ­ντι­ν' οὐ­χὶ ἁ­μῶς γέ πως με­τέ­χειν αὐ­τῆς, ἢ μὴ εἶ­ναι ἐν ἀν­θρώ­ποις.»  Είναι χαρακτηριστική η χρήση των ρηματικών τύπων δεῖν και ἀναγκαῖον (ἐστί). Περιγράφει δηλαδή αυτό που πρέπει να ισχύει, το «δέον» και όχι αυτό που πραγματικά ισχύει. Ο δεοντολογικός συλλογισμός δεν οδηγεί σε ασφαλές λογικό αποφαντικό συμπέρασμα, αλλά σε δεοντολογικό (θα έπρεπε η αποδεικτέα θέση να είναι : «ἡ­γοῦ­νται πά­ντες ἄν­θρω­ποι δεῖν πά­ντα ἄν­δρα με­τέ­χειν δι­και­ο­σύ­νης τε καὶ τῆς ἄλ­λης πο­λι­τι­κῆς ἀ­ρε­τῆς»)
v Στηρίζεται στην κοινή αντίληψη, στη γνώμη του κόσμου, δεν θεμελιώνει λογικά την αποδεικτέα θέση. Ο Πρωτ. αναλύει εύστοχα τη νοοτροπία του κόσμου, παρατηρώντας ότι τους αν­θρώπους δεν τους ενδιαφέρει τόσο «τι πρέπει να κάνουν» (η ορθή, η δέουσα συμπεριφορά, να πουν την αλήθεια), όσο «τι τους συμφέρει να κάνουν», ούτε η πραγματική τους εικόνα, όσο η εικόνα που θα δείξουν στους άλ­λους για τον εαυτό τους (θεωρούν ότι πρέπει να προσποιηθούν, για να μην βλάψουν τη θέση τους στην κοινωνία). Η κοινή αντίληψη, όμως, δεν είναι πάντοτε ορθή, γιατί καθορίζεται και από μη ηθικά αλλά ωφελιμιστικά κριτήρια (το συμφέρον,  την κοινωνική θέση κλπ.). 
v Η αντίφαση στις φράσεις «ἐ­άν τι­να καὶ εἰ­δῶ­σιν ὅ­τι ἄ­δι­κός ἐ­στιν»και «ἐ­ά­ντε ὦ­σιν ἐ­ά­ντε μή» :  στις φράσεις αυτές ο Πρωτ. δέχεται ότι κάποιοι άνθρωποι δεν είναι δίκαιοι, αντιφάσκει δηλαδή προς την αποδεικτέα θέση (όλοι οι άνθρωποι είναι δίκαιοι, η καθολικότητα της πολιτικής αρετής). Η αντίφαση αίρεται με τη γνωστή παρατήρηση : όλοι οι άνθρωποι μετέχουν της πολιτικής αρετής «δυνάμει», έχουν τη δυνατότητα να την αποκτήσουν «ἐνεργείᾳ» με τη διδασκαλία (βλ. ενότητα 4)

Η κατακλείδα : «῞Ο­τι μὲν οὖν πά­ντ' ἄν­δρα εἰ­κό­τως ἀ­πο­δέ­χο­νται πε­ρὶ ταύ­της τῆς ἀ­ρε­τῆς σύμ­βου­λον δι­ὰ τὸ ἡ­γεῖ­σθαι πα­ντὶ με­τεῖ­ναι αὐ­τῆς, ταῦ­τα λέ­γω.»
·       Με την περίοδο αυτή κλείνει το θέμα της καθολικότητας της πολιτικής αρετής. Ο Πρωτ. απέδειξε και με το μύθο και με το προηγηθέν «τεκμήριον» ότι η πολιτική αρετή ενυπάρχει «δυνάμει» σε όλους τους πολίτες, είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη πόλεων. Έτσι, επιβεβαιώνει την παρατήρηση του Σω. για τους Αθηναίους : εύλογα («εἰ­κό­τως») αποδέχονται όλους τους πολίτες ως συμβούλους στα πολιτικά ζητήματα, τα ζητήματα που σχετίζονται με την πολιτική αρετή, αφού θεωρούν ότι όλοι μετέχουν αυτής («δι­ὰ τὸ ἡ­γεῖ­σθαι πα­ντὶ με­τεῖ­ναι αὐ­τῆς»). Η διαφοροποίησή του από την άποψη του Σω. εντοπίζεται στο διδακτόν της αρετής : ο Πρωτ. πιστεύει ότι η αρετή είναι διδακτή, ο Σω. όχι.

2.    Η (πρώτη) απόδειξη για το διδακτό της πολιτικής αρετής ὅ­τι δὲ αὐ­τὴν οὐ φύ­σει … τῆς πο­λι­τι­κῆς ἀ­ρε­τῆς»)

α. Η αποδεικτέα θέση (ὅ­τι δὲ αὐ­τὴν οὐ … πει­ρά­σο­μαι ἀ­πο­δεῖ­ξαι.)
·       Ο Πρωτ. θα προσπαθήσει να αποδείξει το διδακτόν της αρετής, απαντώντας στην αντίθετη άποψη του Σω.
·       Η αποδεικτέα θέση και πάλι προτάσσεται.
·       «κατ’  άρσιν και θέσιν» : Η αποδεικτική διαδικασία θα ακολουθήσει το σχήμα «κατ’  άρσιν και θέσιν» : πρώτα θα δείξει ότι η αρετή δεν προέρχεται από τη φύση, δεν δημιουργείται μόνη της στον άνθρωπο ούτε τυχαία («οὐ φύ­σει ἡ­γοῦ­νται εἶ­ναι οὐ­δ' ἀ­πὸ τοῦ αὐ­το­μά­του», πιο κάτω προσθέτει και το «τύχῃ»), και στη συνέχεια θα δείξει ότι η αρετή προέρχεται από τη διδασκαλία και την επιμέλεια («δι­δα­κτόν τε καὶ ἐξ ἐ­πι­με­λεί­ας πα­ρα­γί­γνε­σθαι», θα προσθέσει και την άσκηση).

β. Τα «φύσει» ή «τύχῃ» : τα έμφυτα ή τυχαία χαρακτηριστικά των ανθρώπων και η στάση μας απέναντι σε αυτά.
·       Τα «φύσει», τα «ἀ­πὸ τοῦ αὐ­το­μά­του» : έμφυτα, εκ γενετής ελαττώματα ή προτερήματα (σωματικά κυρίως αλλά και πνευματικά), για τα οποία ο άνθρωπος δεν ευθύνεται και δεν αλλάζουν, είναι μόνιμα. Ο Πρωτ. αναφέρει ως παραδείγματα έμφυτα σωματικά ελαττώματα : ασχήμια, μικρό ανάστημα, ασθενικό σώμα («τοὺς αἰ­σχροὺς ἢ σμι­κροὺς ἢ ἀ­σθε­νεῖς»).
·       Τα «τύχῃ» : ελαττώματα που προκύπτουν από τυχαία περιστατικά, π.χ. ατυχήματα. Όπως και με τα «φύσει», ο άνθρωπος δεν ευθύνεται γι’ αυτά.
·       η στάση των ανθρώπων : γι’  αυτά οι άλλοι ούτε θυμώνουν με αυτόν που τα έχει (γιατί δεν ευθύνεται), ούτε τον συμβουλεύουν ή τον διδάσκουν (ώστε να τα διορθώσουν ή να τα βελτιώσουν, αφού αυτό είναι αδύνατον), ούτε τον τιμωρούν (γιατί ούτε ευθύνη φέρει ούτε-μέσω της τιμωρίας-είναι δυνατόν να διορθωθούν : «ἵ­να μὴ τοι­οῦ­τοι ὦ­σιν»). Χαρακτηρίζει μάλιστα ανοησία μια τέτοια συμπεριφορά («τίς οὕ­τως ἀ­νό­η­τος ὥ­στε τι τού­των ἐ­πι­χει­ρεῖν ποι­εῖν;»). Οι άνθρωποι απλώς λυπούνται για τα ελαττώματα αυτά («ἐ­λε­οῦ­σιν»). Νιώθουν οίκτο και συμπόνοια που η φύση στάθηκε άδικη με αυτούς τους ανθρώπους. Ο Πρωτ. περιγράφει εδώ μια ανθρωπιστική στάση απέναντι στους «μειονεκτούντες», στάση προοδευτική για την εποχή του και πολύ κοντά στις σύγχρονες αντιλήψεις για την αντιμετώπιση των ατόμων με φυσικά ελαττώματα και «ειδικές ανάγκες». Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Πρωτ. δεν αναφέρει συγκεκριμένα «φύσει» ή «τύχῃ»  προτερήματα (όπως π.χ. η ομορφιά, το ωραίο παράστημα, η σωματική δύναμη κλπ), γιατί δεν είναι απαραίτητο για το συλλογισμό του. Τα υπονοεί όμως («τὰ κα­λὰ»), όπως υπονοεί ότι η στάση των ανθρώπων απέναντι σε αυτά είναι ανάλογη : δεν επαινεί κανείς ούτε επιβραβεύει έναν άνθρωπο γι’  αυτά, αφού δεν συνέβαλε στην απόκτησή τους (εκφράζεται βέβαια θαυμασμός γι’ αυτά).
·       Πού είναι οι θεοί τώρα; Η απουσία θεϊκής παρέμβασης : Τα ελαττώματα (ή προτερήματα) για τα οποία κάνει λόγο ο Πρωτ. δεν οφείλονται σε θεϊκή παρέμβαση, αλλά στη φύση ή στην τύχη. Ο αγνωστικισμός του σοφιστή είναι προφανής εδώ : η φυσική νομοτέλεια και ο αστάθμητος παράγοντας του τυχαίου καθορίζουν τα όντα και όχι το «θείον».

γ. Τα διδακτά : οι ηθικές αρετές προέρχονται από την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδαχή
·       τα «ἀ­γα­θὰ» και «τἀ­να­ντί­α τού­των κα­κά» : εδώ γίνεται λόγος για τις ηθικές αρετές και τα ηθικά ελαττώματα (σε αντίθεση με τα «φύσει ή τύχῃ» σωματικά χαρακτηριστικά). Ο Πρωτ. μάλιστα διευκρινίζει στο τέλος, αναφέροντας ως «κακά» την ἀ­δι­κί­α και την ἀ­σέ­βει­α, αλλά και οποιοδήποτε ηθικό χαρακτηριστικό αντιτίθεται προς την πολιτική αρετή («συλ­λή­βδην πᾶν τὸ ἐ­να­ντί­ον τῆς πο­λι­τι­κῆς ἀ­ρε­τῆς»), που ως σύνθετη έννοια περιλαμβάνει τη δικαιοσύνη και την ευσέβεια -την «ὀσιότητα»-, αλλά και την «αἰδώ» και τη «σωφροσύνη», βλ. και ενότητα 7).
·       Οι ηθικές αρετές προέρχονται από την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδασκαλία. Για να αποκτήσει κανείς την αρετή πρέπει να επιδείξει συνεχές ενδιαφέρον, φροντίδα, προθυμία και μελέτη (ἐξ ἐ­πι­με­λεί­ας), να ασκηθεί στα έργα της αρετής, να εφαρμόσει στη συμπεριφορά του την αρετή (ἐξ ἀ­σκή­σε­ως) και βέβαια να διδαχθεί την αρετή, να δεχθεί την καθοδήγηση του διδασκάλου που γνωρίζει την αρετή και να ακολουθήσει πρόθυμα τις συμβουλές και τα διδάγματά του (ἐκ δι­δα­χῆς). Είναι οι τρεις πλευρές της διαδικασίας της ηθικής διαπαιδαγώγησης, συμπληρώνονται πιο κάτω (ενότητα 7) και από τη μίμηση (μίμηση προτύπων). Μπορεί επίσης να προστεθεί ως παιδαγωγικό μέσον η τιμωρία (και ο αντίθετός της έπαινος) και η συμβουλή (που μπορεί όμως να ενταχθεί στη διδαχή).
·       Η στάση των ανθρώπων : Οι ηθικές αρετές είναι διδακτές και, άρα, οι άνθρωποι που -αντί γι΄ αυτές- έχουν ηθικά ελαττώματα («ἡ ἀ­δι­κί­α καὶ ἡ ἀ­σέ­βει­α καὶ συλ­λή­βδην πᾶν τὸ ἐ­να­ντί­ον τῆς πο­λι­τι­κῆς ἀ­ρε­τῆς», δεν φρόντισαν να τις διδαχθούν, δεν έδειξαν την απαραίτητη επιμέλεια, δεν ασκήθηκαν, δεν δέχθηκαν την καθοδήγηση του διδασκάλου και, άρα, ευθύνονται για την ανηθικότητά τους. Έτσι, προκαλούν την αποδοκιμασία των ανθρώπων, που εκφράζεται με θυμό (γιατί ευθύνονται), τιμωρίες και συμβουλές (για να σωφρονισθούν, να διορθωθούν και να γίνουν ενάρετοι- η τιμωρία και η συμβουλή είναι άλλωστε μέσα διδασκαλίας). Μπορούμε, μάλιστα, να προσθέσουμε ότι – κατ’  αναλογίαν- οι ηθικές αρετές επαινούνται και επιβραβεύονται. Τα διδακτά ηθικά ελαττώματα ή προτερήματα αντιμετωπίζονται, λοιπόν, εντελώς αντίθετα από τα έμφυτα ή τυχαία σωματικά ελαττώματα ή προτερήματα.
·       Μια παρατήρηση : υπάρχουν περιπτώσεις ηθικών ελαττωμάτων, για τα οποία δεν ευθύνεται το άτομο, αλλά άλλοι παράγοντες, όπως η επίδραση του άμεσου ή ευρύτερου περιβάλλοντος (της οικογένειας ή της κοινωνίας), η μη ορθή αγωγή που έχει λάβει χωρίς να την έχει επιλέξει κ.ά. Στις περιπτώσεις αυτές, ωστόσο, το άτομο οφείλει να δεχθεί το σωφρονισμό του, προκειμένου να διορθωθούν τα ηθικά του ελαττώματα.

Η απόδειξη συνοπτικά :
ð Η (πολιτική) αρετή είναι διδακτή (αποδεικτέα θέση)
ð Κάποια ελαττώματα (σωματικά) προέρχονται «φύσει» ή «τύχῃ» (έμφυτα ή τυχαία). Επειδή ο άνθρωπος δεν ευθύνεται γι’ αυτά και επειδή δεν αλλάζουν, δεν διορθώνονται, δεν προκαλούν θυμό, τιμωρία ή συμβουλή.
ð Τα ηθικά ελαττώματα (τα αντίθετα της πολιτικής αρετής, π.χ.αδικία, ασέβεια) οφείλονται στην έλλειψη επιμέλειας, άσκησης και διδασκαλίας. Επειδή ο άνθρωπος ευθύνεται γι’ αυτά, γιατί δεν φρόντισε να τα διδαχθεί, προκαλούν θυμό, τιμωρία ή συμβουλή, για να διορθωθούν.
ð Άρα, οι ηθικές αρετές , δηλαδή η πολιτική αρετή, δεν είναι έμφυτη αλλά διδακτή.

Κριτική της απόδειξης
1.    Το σόφισμα της λήψεως του ζητουμένου : σοφιστική συλλογιστική τεχνική που χρησιμοποιεί την αποδεικτέα θέση (το επιδιωκόμενο συμπέρασμα) ως αποδεικτικό επιχείρημα (στις προκείμενες του συμπεράσματος προτάσεις). Στην απόδειξη του Πρωτ. το σόφισμα αυτό εντοπίζεται στη φράση «ὅ­σα δὲ ἐξ ἐ­πι­με­λεί­ας καὶ ἀ­σκή­σε­ως καὶ δι­δα­χῆς οἴ­ο­νται γί­γνε­σθαι ἀ­γα­θὰ ἀν­θρώ­ποις» : είναι η ίδια η αποδεικτέα θέση, το διδακτόν της πολιτικής αρετής, που χρησιμοποιείται και ως αποδεικτικό επιχείρημα. Το «σόφισμα της λήψεως του ζητουμένου» αποτελεί λογικό σφάλμα και αναιρεί την πειστικότητα της απόδειξης.
2.    Η αντίφαση στις φράσεις «ᾧ ἂν πα­ρα­γί­γνη­ται»και «ἐ­άν τις ταῦ­τα μὴ ἔ­χῃ» :  στις φράσεις αυτές ο Πρωτ. δέχεται ότι κάποιοι άνθρωποι δεν είναι δίκαιοι, αντιφάσκει δηλαδή προς την θέση του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Η αντίφαση αίρεται με τη γνωστή παρατήρηση : όλοι οι άνθρωποι μετέχουν της πολιτικής αρετής «δυνάμει», έχουν τη δυνατότητα να την αποκτήσουν «ἐνεργείᾳ» με τη διδασκαλία (βλ. ενότητα 4)
3.    Στηρίζεται και εδώ στην κοινή αντίληψη, στη γνώμη του κόσμου, στη στάση των ανθρώπων γενικά απέναντι στα έμφυτα και στα διδακτά ελαττώματα. Αποφεύγει έτσι μια αυστηρή λογική απόδειξη, που ίσως θα δυσχέραινε την αποδεικτική του προσπάθεια. Μπορεί κανείς να παρατηρήσει εξάλλου, ότι, σε ό,τι αφορά στη στάση των αρχαίων κοινωνιών απέναντι στα έμφυτα σωματικά ελαττώματα, η πραγματικότητα δεν ήταν πάντοτε αυτή που περιγράφει ο Πρωτ. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Σπαρτιατών, για παράδειγμα, που απέρριπταν τα μη αρτιμελή παιδιά. Ο απάνθρωπος χλευασμός και η απόρριψη ανθρώπων με σωματικά ελαττώματα δεν ήταν  συμπεριφορές άγνωστες όχι μόνο κατά την αρχαιότητα αλλά και σε μεταγενέστερες εποχές.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1. πειρῶμαι, θυμοῦμαι: Να ετυμολογήσεις τις λέξεις και να δώσεις συνώνυμα τους στην αρχαία ελληνική.
2. πειρασμός, ιστορία, ακόλαστος, οιηματίας: Με ποιες λέξεις του κειμένου σχετίζονται ετυμολογικά οι παραπάνω;
3. Συμπλήρωση κενών
Να συμπληρώσεις τις παρακάτω προτάσεις με παράγωγα της λέξης δίκη, απλά ή σύνθετα.
α. Η …………… και η ασέβεια είναι αντίθετα στην πολιτική αρετή.
β. Ο ………………… σύλλογος κάλεσε τα μέλη του σε συνέλευση.
γ. Μην προσπαθείς να τον μεταπείσεις. Είναι ………………… κόπος.
δ. Μεταχειρίστηκε όλα τα ……………… μέσα, αλλά δεν κατάφερε να βρει το δίκιο του.
ε. Χρησιμοποιεί σοφιστικά επιχειρήματα στη συζήτηση. Είναι γνωστός για τις …………………………του.

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ
.       1."ή μή είναι έν άνθρώποις": Να συγκρίνετε την τιμωρία αυτή με τη θανάτωση που προτάθηκε παραπάνω (κτείνειν ώς νόσον πόλεως). Είναι η κύρωση αυτή ηπιότερη ή όχι και γιατί;
     2. Ο Πρωταγόρας υποστηρίζει α) ότι, σύμφωνα με το μύθο, ο Δίας έδωσε σε όλους τους ανθρώπους την αίδώ και τη δίκη, και β) ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Νομίζετε ότι υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στις δύο αυτές θέσεις του Πρωταγόρα; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας
     3. Ποια άποψη υποστηρίζει ο Πρωταγόρας για τα χαρακτηριστικά που οι άνθρωποι έχουν από τη φύση ή από τυχαίο γεγονός και ποια στάση τηρούν οι άλλοι άνθρωποι (της εποχής) απέναντι σ' αυτά; Πώς κρίνετε τις απόψεις αυτές; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
      4Ποιες είναι οι μορφές της αγωγής κατά τον Πρωταγόρα και σε ποια σχέση βρίσκονται μεταξύ τους;
     5. Γιατί η δικαιοσύνη, και η πολιτική αρετή θεωρούνται, κατά τον Πρωταγόρα, στοιχεία σύμφυτα με την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα (τουλάχιστον από τη στιγμή που ο άνθρωπος εισέρχεται στον πολιτισμό); Αναλύστε τα επιχειρήματα του Πρωταγόρα στο απόσπασμα αυτό και προσθέστε δικά σας:
ΕΝΟΤΗΤΑ 6η (324Α-324C)

Η παιδευτική σημασία της τιμωρίας
ως απόδειξη του διδακτού της αρετής

Μετάφραση
Στην περίπτωση αυτή λοιπόν ο καθένας θυμώνει με τον καθένα και τον συμβουλεύει, οπωσδήποτε δηλαδή με την ιδέα ότι αποκτιέται με επιμέλεια και μάθηση. Αν αλήθεια θέλεις, Σωκράτη, να καταλάβεις το να τιμωρεί (κανείς) αυτούς που αδικούν τι τέλος πάντων σημαίνει, αυτό το ίδιο[1] θα σε διδάξει ότι οι άνθρωποι τουλάχιστον νομίζουν πως είναι δυνατό να αποκτηθεί η αρετή. Γιατί κανένας δεν τιμωρεί αυτούς που αδικούν έχοντας το νου του σ’ αυτό και εξαιτίας αυτού, δηλαδή ότι έκανε κάποιος ένα αδίκημα, εκτός αν κάποιος τιμωρεί ασυλλόγιστα, όπως ακριβώς ένα θηρίο. Και αυτός που επιχειρεί να τιμωρεί με σκέψη (σύνεση) δεν τιμωρεί για το αδίκημα που πέρασε (έγινε) – γιατί δε θα μπορούσε να κάνει να μην έχει γίνει αυτό βέβαια που έγινε – αλλά για το μέλλον, για να μην αδικήσει ξανά ούτε αυτός ο ίδιος ούτε άλλος που είδε ότι αυτός τιμωρήθηκε. Και εφόσον έχει τέτοια σκέψη πιστεύει ότι η αρετή είναι δυνατό να διδαχτεί. Για αποτροπή βέβαια τιμωρεί. Αυτή λοιπόν τέλος τη γνώμη έχουν όλοι, όσοι ακριβώς τιμωρούν και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή. Τιμωρούν για εκδίκηση και σωφρονισμό όποιους νομίζουν ότι αδικούν και οι άλλοι άνθρωποι, και προπάντων οι Αθηναίοι, οι συμπολίτες σου. Κατά συνέπεια, σύμφωνα μ’ αυτήν τη σκέψη, και οι Αθηναίοι είναι απ’ αυτούς που νομίζουν ότι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί και να διδαχτεί. Ότι δικαιολογημένα λοιπόν δέχονται οι συμπολίτες σου και το χαλκιά και τον τσαγκάρη να δίνει συμβουλές για τα πολιτικά, και ότι νομίζουν ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί και να αποκτηθεί, σου το έχω αποδείξει, Σωκράτη, αρκετά, καθώς τουλάχιστο μου φαίνεται.
 [1] δηλαδή το να τιμωρεί κανείς αυτούς που αδικούν.

ΔΟΜΗ
1.     Συμπέρασμα της προηγούμενης απόδειξης και σύνδεση με την επόμενη (ἔνθα... οὔσης)
2.     Το θέμα και η αποδεικτέα θέση (εἰ γὰρ … εἶ­ναι ἀ­ρε­τήν.)
3.     Η απόδειξη: Ο διττός στόχος της έλλογης τιμωρίας (Οὐδείς γάρ... πολῖται)
4.     Το συμπέρασμα (ὥστε... διδακτόν ἀρετήν)
5.     Ανακεφαλαίωση για την καθολικότητα και το διδακτό της αρετής (ὠς μέν οὖν... φαίνεται)

1. Συμπέρασμα της προηγούμενης απόδειξης και σύνδεση με την επόμενη  (ἔν­θα δὴ πᾶς πα­ντὶ θυ­μοῦ­ται καὶ νου­θε­τεῖ, δῆ­λον ὅ­τι ὡς ἐξ ἐ­πι­με­λεί­ας καὶ μα­θή­σε­ως κτη­τῆς οὔ­σης.)
·       Το συμπέρασμα (δή) της προηγούμενης απόδει­ξης για το διδακτό της αρετής: στην περίπτωση (ἔν­θα) των ηθικών ελαττωμά­των που δεν οφείλονται στην τύχη ή στη φύση αλλά στον άνθρωπο, το ότι ο καθένας θυμώνει με όσους δεν έχουν αρετή και τους νουθετεί αποδεικνύει πως αυτή την αποκτούμε με την επιμέλεια και τη μάθηση (=είναι διδακτή).

2. Το θέμα και η αποδεικτέα θέση (εἰ γὰρ ἐ­θέ­λεις ἐν­νο­ῆ­σαι τὸ κο­λά­ζειν, ὦ Σώ­κρα­τες, τοὺς ἀ­δι­κοῦ­ντας τί πο­τε δύ­να­ται, αὐ­τό σε δι­δά­ξει ὅ­τι οἵ γε ἄν­θρω­ποι ἡ­γοῦ­νται πα­ρα­σκευ­α­στὸν εἶ­ναι ἀ­ρε­τήν.)
·        Ο Πρωτ. δηλώνει στο Σωκ. ότι θα αναφερθεί στη σκοπιμό­τητα της τιμωρίας, για να αποδείξει ότι η αρετή είναι διδακτή (παρασκευαστόν = διδακτόν).

3. Η απόδειξη: Ο διττός στόχος της έλλογης τιμωρίας

Μια λεξιλογική διευκρίνιση:
   · τιμωρούμαι = τιμωρώ για να πάρω εκδίκηση, ενώ κολάζω = τιμωρώ για επανόρθωση της αδικίας ή για σωφρονισμό. Ο Αριστοτέλης στη Ρη­τορική του διευκρινίζει: Διαφέρει δέ τιμωρία καί κόλασις. ἡ μέν γάρ κόλασις τοῦ πά­σχοντος ἕνεκα ἐστιν, ἡ δέ τιμωρία τοῦ ποιούντος, ἵνα άποπληρωθῆ (= οι έννοιες της «τιμωρίας» και της «κολάσεως» διαφέρουν. Η «κόλασις» γίνεται για χάρη του θύματος, ενώ η «τιμωρία» για να πληρώσει ο δράστης).

α. Η τιμωρία ως εκδίκηση (οὐ­δεὶς γὰρ κο­λά­ζει τοὺς ἀ­δι­κοῦ­ντας πρὸς τού­τῳ τὸν νοῦν ἔ­χων καὶ τού­του ἕ­νε­κα, ὅ­τι ἠ­δί­κη­σεν, ὅ­στις μὴ ὥ­σπερ θη­ρί­ον ἀ­λο­γί­στως τι­μω­ρεῖ­ται·)
    ·  Ο Πρωτ. απορρίπτει ως σκοπό του κολάζειν το τιμωρεῖσθαι (με την αρχαιοελληνική σημασία των λέξεων). Θεωρεί δηλαδή ότι κανένας δεν επιβάλλει μια «τιμωρία» ως άλογη και τυφλή εκδίκηση, με σκοπό την ανταπόδοση ενός αδικήματος και την εκδίκηση κατά του δράστη (οὐ­δεὶς γὰρ κο­λά­ζει τοὺς ἀ­δι­κοῦ­ντας πρὸς τού­τῳ τὸν νοῦν ἔ­χων καὶ τού­του ἕ­νε­κα). Δέχεται, βέβαια, ότι κάποιοι άνθρωποι τιμωρούν με αυτό το σκοπό, η συμπεριφορά αυτή όμως αρμόζει στα άγρια ζώα, που ενεργούν χωρίς λογική (ἀλογίστως), γιατί τα άγρια (και άλογα) ένστικτά τους τα παρωθούν στην εξόντωση του αντιπάλου τους που τους αδίκησε.

Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα;
    ·  Πολλές φορές η τιμωρία των παιδιών από τους γονείς και τους δασκάλους επιβάλλεται μέσα σε έ­ξαρση του θυμικού και υπό το κράτος έντονων αρνητικών συναισθημάτων (θυμού, αγανάκτησης και οργής). Τότε ο σκοπός της τιμωρίας δεν εί­ναι πια παιδαγωγικός, η παιδαγωγική δεοντολογία εκτρέπεται σε ψυχική εκτόνωση του «παιδαγωγού». Άλλοτε πάλι, ακόμα και αν αυτός που επιβάλλει την τιμωρία βρίσκεται σε ψυχική ηρεμία, η τιμωρία έχει χαρακτήρα εκφοβισμού ή επίδειξης ισχύος του μεγαλυτέρου. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις τιμωρίας είναι απαράδεκτες, η σύγχρονη παιδαγωγική μάλιστα απορρίπτει γενικά την τιμωρία ως σωφρονιστικό μέσο.
β. Ο σκοπός της έλλογης τιμωρίας (ὁ δὲ με­τὰ λό­γου ἐ­πι­χει­ρῶν κο­λά­ζειν οὐ τοῦ πα­ρε­λη­λυ­θό­τος ἕ­νε­κα ἀ­δι­κή­μα­τος τι­μω­ρεῖ­ται–οὐ γὰρ ἂν τό γε πρα­χθὲν ἀ­γέ­νη­τον θεί­η–ἀλ­λὰ τοῦ μέλ­λο­ντος χά­ριν, ἵ­να μὴ αὖ­θις ἀ­δι­κή­σῃ μή­τε αὐ­τὸς οὗ­τος μή­τε ἄλ­λος ὁ τοῦ­τον ἰ­δὼν κο­λα­σθέ­ντα.)
   · τό «κολάζειν με­τὰ λό­γου»= η έλλογη τιμωρία, αυτή που επιβάλλεται όχι υπό το κράτος οργής ή αγανάκτησης, ούτε για την εξόντωση του δράστη ή για εκδίκηση (σε αντίθεση με το «τιμωρεῖσθαι» για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω).
  · Η έλλογη τιμωρία δεν έχει στόχο την ακύρωση ή τη θεραπεία του αδικήματος που έχει διαπραχθεί στο παρελθόν: αυτή είναι αδύνατη, γιατί το αδίκημα που έγινε και τα επακόλουθα του αποτελεί πραγματικότητα που δεν μπορεί να διορθωθεί. Το γνωμικό οὐ γὰρ ἂν τό γε πρα­χθὲν ἀ­γέ­νη­τον θεί­η (=τό γιγνόμενον οὐκ ἀπογίγνεται), ενισχύει την παρατήρηση αυτή του Πρωτ. . Η ίδια αντί­ληψη επικρατεί και σήμερα ( «ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται», «ό,τι έγινε έγινε»).
     · ο σκοπός της έλλογης τιμωρίας αφορά το μέλλον (τοῦ μέλ­λο­ντος χά­ριν) και είναι διττός:
   1.     ο σωφρονισμός εκείνου που έχει διαπράξει την αδικία, ώστε αυτός να μην υποπέσει ο ίδιος ξανά στο μέλλον σε αδίκημα (ἵ­να μὴ αὖ­θις ἀ­δι­κή­σῃ μή­τε αὐ­τὸς οὗ­τος), και
    2.     ο παραδειγματισμός των άλλων, ώστε να μην υποπέσουν και αυτοί στο μέλλον σε αδίκημα (μή­τε ἄλ­λος ὁ τοῦ­τον ἰ­δὼν κο­λα­σθέ­ντα).

Αξιολόγηση της άποψης του Πρωταγόρα για το σκοπό της ποινής:
  · απορρίπτει ως κίνητρο της ποινής την ανταπόδοση και την εκδίκηση, τον εκδικητικό και κατασταλτικό χαρακτήρα της
    ·  προβάλλει το σωφρονιστικό και παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής
    ·   αντιτίθεται προς την κοινή αντίληψη της εποχής του (αλλά συχνά και της δικής μας) : κατά τον ηθικό κώδικα πολλών αρχαίων λαών η τιμωρία ήταν αλληλένδετη με την εκδίκηση και με την ικανοποίηση του ίδιου του παθόντος ή των συγγενών ενός θύματος. Η στάση αυτή είναι –εν μέρει- κατανοητή, αν λάβουμε υπόψη τον πόνο και την αγανάκτηση τους. Σχετική είναι η «τίσις» (=η εκδίκηση των θεών) ως αποκατάσταση της ηθικής τάξης, αλλά και το γνωστό φθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ του εβραϊκού μωσαϊκού νόμου. Η θεώρηση του Πρωταγόρα πρέπει να θεωρηθεί φωτισμένη και ρηξικέλευθη για την εποχή του, σύμφωνη με τις απόψεις του σύγχρονου δικαίου και της σύγχρονης παιδαγωγικής. Αντίστοιχες απόψεις για το νόημα της ποινής διατύπωσε τον ο Ιταλός Cesare Beccaria την εποχή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού (19ος αιώνας).

4.Το συμπέρασμα (καὶ τοι­αύ­την δι­ά­νοι­αν ἔ­χων δι­α­νο­εῖ­ται παι­δευ­τὴν εἶ­ναι ἀ­ρε­τήν):
   ·  η τιμωρία αποσκοπεί στο σωφρονισμό του δράστη και τον παραδειγματισμό των άλλων, δηλαδή επιδιώκει να επαναφέρει το δράστη στο δρόμο της αρετής, να τον κάνει καλύτερο ηθικά άνθρωπο και στους άλλους να υποδείξει τι είναι ηθικά σωστό. Η ποινή λοιπόν είναι ένα μέσο διδασκαλίας της αρετής, η αρετή είναι διδακτή. Και αντίστροφα: αν η αρετή δε διδασκόταν, αυτό θα σήμαινε ότι είναι κάποιος καλός ή κακός εκ φύσεως. Τότε όμως ούτε υπεύθυνος για την αδικία ούτε θα ήταν αδύνατο να αλλάξει, να σωφρονιστεί. Η επιβολή οποιασδήποτε ποινής σε αυτόν τον εκ φύσεως άδικο άνθρωπο θα ήταν μάταιη.

Το επιχείρημα συνοπτικά
α. Η τιμωρία επιβάλλεται για αποτροπή επανάληψης της αδικίας.
β. Αυτό στηρίζεται στην πεποίθηση ότι θα επιτευχθεί σωφρονισμός και παρα­δειγματισμός (δηλαδή ότι με τη διδασκαλία θα επιτευχθεί βελτίωση, θα α­ποκτηθεί η αρετή).
γ. Άρα: η αρετή είναι διδακτή.

Κριτική του επιχειρήματος
α. Το σόφισμα της λήψεως του ζη­τουμένου: Η αποδεικτέα θέση χρησιμοποιείται ταυτόχρονα και ως α­ποδεικτικό επιχείρημα: οι άνθρωποι τιμωρούν για σωφρονισμό και παραδειγματισμό, γιατί πιστεύουν ότι η αρετή είναι διδακτή (=επιχείρημα και αποδεικτέα θέση). Δηλαδή, ήδη πριν από τη διατύπωση του συμπεράσματος ότι η αρετή είναι διδακτή, αυτή η θέση γίνεται δεκτή και θεωρείται δεδομένη, χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο.
β. Η θέση του Πρωτ. για το σωφρονιστικό και παραδειγματικό σκοπό της τιμωρίας είναι περισσότερο δεοντολογική, χωρίς να ανταποκρίνεται στην πραγματι­κότητα εκείνης της εποχής. Προβάλλει δηλαδή ως δεδομένη και παραδεκτή μια άποψη που θα έπρεπε να ισχύει, αλλά δεν ισχύει στην πραγματικότητα.

Γενίκευση του συμπεράσματος (ταύ­την οὖν τὴν δό­ξαν πά­ντες ἔ­χου­σιν ὅ­σοι­περ τι­μω­ροῦ­νται καὶ ἰ­δί­ᾳ καὶ δη­μο­σί­ᾳ. τι­μω­ροῦ­νται δὲ καὶ κο­λά­ζο­νται οἵ τε ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι οὓς ἂν οἴ­ω­νται ἀ­δι­κεῖν, καὶ οὐχ ἥ­κι­στα ᾿Α­θη­ναῖ­οι οἱ σοὶ πο­λῖ­ται· ὥ­στε κα­τὰ τοῦ­τον τὸν λό­γον καὶ ᾿Α­θη­ναῖ­οί εἰ­σι τῶν ἡ­γου­μέ­νων πα­ρα­σκευ­α­στὸν εἶ­ναι καὶ δι­δα­κτὸν ἀ­ρε­τήν.)  
·         Ο Πρωτ. γενικεύει το συμπέρασμά του: όλοι όσοι τιμωρούν αποσκοπούν στη διδασκαλία της αρετής:
  ·  στον ιδιωτικό βίο: οι γονείς και οι παιδα­γωγοί που τιμωρούν τα παιδιά και τους μαθητές τους
  ·  στο δημόσιο βίο: τα όργανα του κράτους που επιβάλλουν ποινές σε όσους παραβιάζουν τους νό­μους.
  ·  μέσα στο σύνολο περιλαμβάνονται και οι Αθηναίοι, τους οποίους ο Σωκράτης είχε φέρει ως παράδειγμα για να δείξει ότι η αρετή δεν είναι διδακτή (βλ. ενότητα 1). Αντίθετα τώρα ο Πρωτ. αποδεικνύει ότι οι Αθηναίοι περιλαμβάνονται σ' εκείνους που δέχονται το διδακτό της αρετής, επαναλαμβάνοντάς το μάλιστα δύο φορές («ὥ­στε κα­τὰ τοῦ­τον τὸν λό­γον καὶ ᾿Α­θη­ναῖ­οί εἰ­σι τῶν ἡ­γου­μέ­νων πα­ρα­σκευ­α­στὸν εἶ­ναι καὶ δι­δα­κτὸν ἀ­ρε­τήν» και πιο κάτω «δι­δα­κτὸν καὶ πα­ρα­σκευ­α­στὸν ἡ­γοῦ­νται ἀ­ρε­τήν»)

5. Ανακεφαλαίωση για την καθολικότητα και το διδακτό της αρετής (ὡς μὲν οὖν εἰ­κό­τως ἀ­πο­δέ­χο­νται οἱ σοὶ πο­λῖ­ται καὶ χαλ­κέ­ως καὶ σκυ­το­τό­μου συμ­βου­λεύ­ο­ντος τὰ πο­λι­τι­κά, καὶ ὅ­τι δι­δα­κτὸν καὶ πα­ρα­σκευ­α­στὸν ἡ­γοῦ­νται ἀ­ρε­τήν, ἀ­πο­δέ­δει­κταί σοι, ὦ Σώ­κρα­τες, ἱ­κα­νῶς, ὥς γέ μοι φαί­νε­ται.)
Εδώ ολοκληρώνεται το πρώτο σκέλος της απάντησης του Πρωταγόρα στο Σωκ., στο οποίο:
     ·  αποδέχεται και αποδεικνύει τη θέση του Σωκ. για την καθολικό­τητα της αρετής (ως την πρώτη παράγραφο της ενότητας 5),
         ·     ανασκευάζει τη θέση του Σωκ. ότι η αρετή δεν είναι διδακτή (δεύτερη παράγραφος της ενότητας 5 και ενότητα 6).
          ·   Στη συνέχεια θα ασχοληθεί με την ανασκευή της άποψης του Σωκράτη ότι οι αγαθοί άντρες δεν μπορούν να διδάξουν στα παιδιά τους την αρετή (που ο Σω. χρησιμοποιεί ως απόδειξη για το ότι η αρετή δεν είναι διδακτή).
          ·    ο Πρωτ. ολοκληρώνει την επιχειρηματολογία του με αυτοπεποίθηση και κάποια αυταρέσκεια (ἀ­πο­δέ­δει­κταί σοι, ὦ Σώ­κρα­τες, ἱ­κα­νῶς), θεωρώντας ότι η απόδειξή του είναι πειστική. Μετριάζει ωστόσο το αλαζονικό του ύφος με τη φράση «ὥς γέ μοι φαί­νε­ται». Ως προς την πειστικότητα του επιχειρήματος του Πρωτ. βλ. κριτική του επιχειρήματος.

Μερικές σκέψεις για τις ποινές

1. Η αποτελεσματικότητα των ποινών
Α. Για όσους τιμωρούνται
·      Υπάρχουν αυτοί που συνετίζονται για λόγους συνειδησιακούς ή συνειδητο­ποιούν το κόστος της ποινής και αποφεύγουν μελλοντικές παρανομίες.
·  Σε άλλους η ποινή λειτουργεί διαφορετικά. Έτσι:
α. Νιώθουν ταπεινωμένοι και αδικημένοι από το κοινωνικό σύστημα.
β. Συγχρωτίζονται στα σωφρονιστικά ιδρύματα με πωρωμένους εγκληματίες και εξοικειώνονται με την παρανομία.
γ. Όταν συμπληρώσουν την έκτιση της ποινής τους, δεν τους δέχεται εύκο­λα η κοινωνία.
δ. Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα να ξαναπέφτουν στην παρανομία και έτσι να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.
Β. Για όσους δεν έχουν παρανομήσει
·       Μερικοί παραδειγματίζονται από την ποινή των άλλων και ο φόβος γι' αυτήν τους κρατάει μακριά από την παρανομία.
·  Άλλοι δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν σε όλη του την έκταση το προσω­πικό, οικογενειακό και κοινωνικό κόστος των ποινών.
·       Πολλές φορές, τη στιγμή που διαπράττεται ένα έγκλημα, ο δράστης βρίσκε­ται σε τέτοια ψυχική έξαρση, που δε μένουν περιθώρια να σκεφτεί τα επακό­λουθα· εξάλλου, πάντα τρέφει την ελπίδα ότι δε θα γίνει αντιληπτός και ότι θα διαφύγει τη σύλληψη.

2. Το πνεύμα επιβολής των ποινών στις δημοκρατικές πολιτείες
      ·       Ο νόμος περιφρουρεί τα δικαιώματα των πολιτών και διασφα­λίζει την ομαλή λειτουργία του κοινωνικού συνόλου, προστατεύοντας την από εκείνους που παρανομούν. Όταν ο νόμος παραβιάζεται, πρέπει να γίνεται εξαντλητική διερεύνηση της ενοχής ενός προσώπου για την αποφυγή επιβολής άδικης ποινής.
      ·       Η ποινή πρέπει να χρησιμοποιείται ως μέσο σωφρονισμού και παραδειγμα­τισμού και όχι ως μέσο εκδίκησης και εκφοβιστικής επίδειξης της ισχύος της πολιτείας.
        ·       Η πολιτεία πρέπει να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα εκείνων που εκτίουν ποινές σε σωφρονιστικά καταστήματα, εξασφαλίζοντας γι' αυτούς ανάλο­γες συνθήκες διαβίωσης.
       ·       Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της ποινής αλλά και μετά την ολοκλήρω­ση της, πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για την ομαλή επανένταξη των τρο­φίμων των σωφρονιστικών ιδρυμάτων στο κοινωνικό σώμα.
    ·   Γενικά πρέπει να αντιμετωπίζεται ο παραβάτης του νόμου αν όχι με κατα­νόηση, τουλάχιστο με ανθρωπισμό.

3. Οι ποινές στις αυταρχικές πολιτείες  
·       ·   το αυταρχικό κράτος αντιμετωπίζει τον παραβάτη του νόμου σαν νοσηρό και αποβλητέο μέλος του υγιούς συνόλου, χωρίς να φροντίζει για την επανένταξή του στο κοινωνικό σύνολο.
·        ·  είναι σκληρό και άτεγκτο απέναντι σ' αυτόν και εξαντλεί όλη την αυστηρότητα του.
·        ·  οι ποινές είναι εξοντωτικές και οι συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων απάνθρωπες.



ΑΣΚΗΣΕΙΣ

     1.      Σε ποιο σκοπό αποβλέπουν οι ποινές κατά τον Πρωταγόρα; Θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς με την άποψή του;
      2.      Τι μπορεί να σημαίνει το «ἀλογίστως τιμωρεῖσθαι»; 
3    3.      Όσα υποστηρίζονται εδώ από τον Πρωταγόρα σχετικά με τη «μετά λόγου τιμωρία» συμβιβάζονται με την ιδέα της θανατικής ποινής για την οποία έγινε λόγος προηγουμένως (4η); Εγκρίνει ή όχι τη θανατική ποινή ο Πρωταγόρας;
      4.    Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την αδικία. Η ποινή αποσκοπεί στο να διορθωθεί αυτός που αδικεί. Πώς συνδέονται οι δύο παραπάνω θέσεις με το διδακτόν της αρετής;
      5.      δύναται, διανοείται, κολάζονται : να γράψετε για κάθε ρήμα δύο ομόρριζα.
      6.      πειρῶμαι:  Να γράψετε 10 λέξεις (απλές ή σύνθετες) χρησιμοποιώντας το θέμα της λέξης και 5 από αυτές σε φράσεις.
      7.      ἐπιχειρῶν: 4 σύνθετα ομόρριζα με α΄ συνθετικό μια πρόθεση.
8.   Ετυμολογία στις παρακάτω λέξεις: ἀλογίστως, τιμωροῦμεν, δόξαν, σκυτοτόμος






ΕΝΟΤΗΤΑ 7η (324D-326E)

Η διδασκαλία της αρετής από την οικογένεια και την κοινωνία

ΔΟΜΗ
Πρώτο μέρος : η διδασκαλία της αρετής από τους άριστους άντρες στα παιδιά τους.
1.       Η θέση του Σωκ.: Η αδυναμία των αρίστων ανδρών να διδάξουν στα παιδιά τους την αρετή
2.       Η ανασκευή από τον Πρωτ. της θέσης του Σωκ.
     2. 1.   Η «ἀνδρός ἀρετή» και τα μέρη της ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη πόλεως
2. 2.   Η δυνατότητα ηθικής βελτίωσης
2. 3.   Οι συνέπειες για όσους δεν αποκτούν την αρετή
2. 4.   Σύνοψη της απόδειξης και συμπέρασμα

Δεύτερο μέρος: Η διά βίου εκπαίδευση των Αθηναίων ως απόδειξη του διδακτού της αρετής
1.       Τα τρία στάδια της αγωγής στον ιδιωτικό και στο δημόσιο βίο: φορείς, μέ­θοδοι, περιεχόμενο, σκοπός της αγωγής
2.       Συμπέρασμα για το διδακτό της αρετής

Ο Πρωταγόρας, χρησιμοποιώντας λογικά επιχειρήματα, αντικρούει τη δεύτερη αντίρρηση-επιχείρημα του Σωκράτη, ότι δεν μπορούν οι άριστοι πολιτικοί να μεταδώσουν στους γιους τους την πολιτική αρετή (η διδακτική ενότητα 7 του σχολικού βιβλίου είναι η αρχή του δεύτερου μέρους της γενικής απάντησης):
   α. Είναι αναγκαίο να έχουν πολιτική αρετή (δηλαδή δικαιοσύνη, σωφροσύνη, οσιότητα) όλοι χωρίς εξαίρεση, για να υπάρχει πόλη. Όμως κάποιοι (παιδιά, ά­ντρες, γυναίκες) δεν την έχουν και πρέπει να τους τη διδάξουμε· όποιος δε βελτιωθεί με τη διδασκαλία και την τιμωρία πρέπει να εκδιώκεται από την πό­λη ή να θανατώνεται. Θα ήταν λοιπόν παράλογο κάποιος μεγάλος πολιτικός να μη διδάσκει την αρετή στα παιδιά του, με κίνδυνο αυτά να εξοριστούν ή να θανατωθούν.
   β. Στη συνέχεια της απάντησης του ο Πρωταγόρας αναφέρεται στο εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας και στη διά βίου εκπαίδευση των Αθηναίων, για να αποδείξει το διδακτό της αρετής. Έτσι, κάνει λόγο διεξοδικά για τα τρία στάδια της αγω­γής στον ιδιωτικό και στο δημόσιο βίο, για τους φορείς, τις μεθόδους, το περιε­χόμενο και το σκοπό της αγωγής σε κάθε στάδιο, για να καταλήξει στο συμπέρα­σμα ότι ύστερα από όλα αυτά είναι ολοφάνερο ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί.

Πρώτο μέρος: η διδασκαλία της αρετής από τους άριστους άντρες στα παιδιά τους.

1.      Η θέση του Σωκ.: Η αδυναμία των αρίστων ανδρών να διδάξουν στα παιδιά τους την αρετή
·       Ο Σωκ. στην ενότητα 1 στήριξε την άποψη ότι η αρετή δεν είναι διδακτή με το επιχείρημα ότι οι άριστοι πολιτικοί (όπως π.χ. ο Περικλής) δεν μπορούν να μεταδώσουν στους γιους τους την πολιτική αρετή που διακρίνει τους ίδιους. Εδώ ο Πρωτ. απαντά στο Σωκ. αλλοιώνοντας τη διατύπωση του Σωκ.: ο Σωκ. δεν είχε αναρωτηθεί γιατί συμβαίνει αυτό («για ποιον λόνο οι αγαθοί άνδρες... δεν είναι σε θέση να βελτιώσουν τους γιους τους στην αρετή...»), αλλά είχε εξάγει το βέβαιο συμπέρασμα ότι «η αρετή δεν είναι διδακτή». Ο Πρωτ. έχοντας ήδη υποστηρίξει το αντίθετο (η αρετή είναι διδακτή), θα αιτιολογήσει τη δική του θέση.

2.      Η ανασκευή από τον Πρωτ. της θέσης του Σωκ.

Η μέθοδος του Πρωταγόρα: «Για το θέμα αυτό δε θα σου πω μύθο αλλά λόγο.»
·       «Λόγος»: διάλεξη, ανάπτυξη λογικών επιχειρημάτων. Με τον «λόγον», η σκέψη θα γίνει πυκνότερη, θα κινητοποιήσει τη λογική και θα βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Ο μύθος και ο λόγος (διάλεξη) είναι μέθοδοι διδασκαλίας των σοφιστών. Ο Πλάτων και ο Σωκ. απορρίπτουν τη διάλεξη (βλ. εισαγωγή).

2. 1.          Η «ἀνδρός ἀρετή» και τα μέρη της ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη πόλεως (Για το θέμα αυτό, Σωκράτη... σε καμιά περίπτωση χωρίς αυτό)
·       Ο Πρωτ. αρχίζει την απόδειξη υπενθυμίζοντας ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη πόλεως είναι η καθολικότητα της πολιτικής αρετής, η συμμετοχή όλων σ' αυτήν (η θέση αυτή θεωρείται δεδομένη και έχει διεξοδικά συζητηθεί στις ενότητες 4 και 5).
·       Εδώ η πολιτική αρετή αναφέρεται ως «ανδρός άρετή», ως ένα σύνολο επιμέρους αρετών («μόρια της ἀρετῆς»:  δικαιοσύνη, σωφροσύνη οσιότητα).
·       Στην ανδροκρατούμενη κοινωνία των αρχαίων πολίτες είναι μόνο οι άντρες και μόνο αυτοί συμμετέχουν στην πολιτική ζωή. Η αρετή της γυναίκας ήταν να ασχολείται με τις δουλειές του σπι­τιού και να είναι υπάκουη στον άντρα της.

2. 2.          Η δυνατότητα ηθικής βελτίωσης  (και εάν σε περίπτωση που κάποιος... και μετά την τιμωρία·)
Όσους δεν έχουν μερίδιο στην αρετή πρέπει να τους οδηγούμε στην αρετή, βελτιώ­νοντας τους. Τα μέσα της ηθικής βελτίωσης είναι η διδασκαλία και η τιμωρία. Αν ωστόσο δεν προσαρμόζονται, πρέπει να εκδιώκονται από την πόλη (εξορία) ή να θανατώνονται.

2. 3.          Οι συνέπειες για όσους δεν αποκτούν την αρετή

Η εξορία και η θανάτωση των αδίκων: στο μύθο του Προμηθέα ο Δίας θεσπίζει την ποινή της θανάτωσης  όσων δεν έχουν συμμετοχή στην πολιτική αρετή και τους παρομοιάζει με σωματική νόσο (βλ. εν. 4: νό­μον γε θὲς πα­ρ' ἐ­μοῦ τὸν μὴ δυ­νά­με­νον αἰ­δοῦς καὶ δί­κης με­τέ­χειν κτεί­νειν ὡς νό­σον πό­λε­ως.). Εδώ προστίθενται και άλλες βαρύτατες ποινές: ο θάνατος ήταν βέβαια «η εσχάτη των ποινών», όπως και σήμερα, και επιβάλλεται σε όσους θεωρείται ότι δεν επιδέχονται ηθικής βελτίωσης και αποτελούν κίνδυνο για την ομαλή λειτουργία της πόλης. «Αποβάλλονται» έτσι από την ανθρώπινη κοινωνία και μάλιστα με τον πιο απόλυτο τρόπο. Με την ποινή της εξορίας, που μοιάζει –και είναι βέβαια- ελαφρύτερη, ο άδικος άνθρωπος επίσης αποβάλλεται (για ένα διάστημα ή και για πάντα) από την κοινωνία. Για τον πολίτη μιας αρχαίας πόλεως αυτό αποτελεί μέγιστη ατίμωση και μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή θανάτου, αφού η ζωή του πολίτη μπορεί να νοηθεί μόνο στο πλαίσιο της πόλης. Η θανάτωση, η εξορία αλλά και η δήμευση της περιουσίας επιφέρουν «τη συνολική καταστροφή του οἴκου», το ξεκλήρισμα της οικογένειας, συνέπειες δηλαδή όχι μόνο οδυνηρές οικονομικά, αλλά, κυρίως, εντελώς ταπεινωτικές για έναν πολίτη: αυτός (αν δεν θανατωθεί) και τα μέλη του «οἶκου» του χάνουν το κοινωνικό τους κύρος και περιφέρονται χωρίς εστία και βιός («ἀνέστιοι και πένητες»).

2. 4.          Σύνοψη της απόδειξης και συμπέρασμα

Η απόδειξη του Πρωταγόρα ως εδώ:
1.       Υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είναι αναγκαίο να μετέχουν όλοι οι πολί­τες, για να είναι δυνατή η ύπαρξη πόλης. Αυτό το πράγμα είναι η ανδρός αρετή, δηλαδή η πολιτική αρετή.
2.         Αν κάποιος δε μετέχει στην αρετή, πρέπει να τον διδάσκουμε και να τον τιμωρούμε, για να βελτιωθεί και να μετέχει και αυτός σ' αυτήν.
3.       Αν όμως, παρ' όλα αυτά, δε θελήσει να ενστερνιστεί την αρετή, πρέπει να αποβάλλεται από την πόλη ή να θανατώνεται.
Και το συμπέρασμα:
ð  Άρα θα ήταν παράδοξο οι αγαθοί άνδρες να μη διδάσκουν την αρετή, ενώ  διδάσκουν στα παιδιά τους όλα τα άλλα.

Ο Πρωτ. συνοψίζει την απόδειξη και το συμπέρασμά του (ότι το πράγμα αυτό…κάτι τέτοιο, Σωκράτη;):
·         Όλοι δέχονται ότι η αρετή είναι διδακτή.
·         Οι αγαθοί άνδρες διδάσκουν στα παιδιά τους όλα τα άλλα, η άγνοια των οποίων δεν οδηγεί στο θάνατο ή άλλη εξοντωτική ποινή
·      Άρα,  δεν μπορεί παρά να διδάσκουν και αυτό που, αν δεν το γνωρίζουν, τα περιμένει θάνατος, εξορία κ.τ.λ., δηλαδή την πολιτική αρετή.

·         Ο Πρωτ. καταλήγει σε μια διαπίστωση που αποτελεί «άτοπον», παράλογο («εἰς ἄτοπον ἀπαγωγή»). Συνεπώς και η αφετηρία του συλλογισμού είναι «ἄτοπον», δεν μπορεί να ισχύει δηλαδή το ότι οι αγαθοί άνδρες δεν διδάσκουν την αρετή στα παιδιά τους. Αυτό θα ήταν αντίθετο στην κοινή λογική κατά την οποία ένας πατέρας επιδιώκει το καλό του παιδιού του. Αν, λοιπόν, δεν  του διδάσκει την αρετή, το οδηγεί στην καταδίκη του σε θάνατο, εξορία κλπ. Ο Πρωτ. αποδεικνύει αρνητικά (=αν δεν τη δίδασκαν, θα τα οδηγούσαν στην καταδίκη…) για ποιο λόγο δεν μπορεί παρά να διδάσκουν οι αγαθοί πολίτες την πολιτική αρετή στα παιδιά τους.
·         Ο Πρωτ. για την εξαγωγή του συμπεράσματος χρησιμοποιεί το συλλογισμό «κ τοῦ ἐλάσσο­νος προς τό μεῖζον»: από το μικρότερο, το λιγότερο σημαντικό (ενν. από τη διδα­σκαλία της ανάγνωσης, των μαθηματικών κ.ά. που η έλλειψή της δεν επιφέρει ποινή), στο μεγαλύτερο, στο πιο ση­μαντικό (στη διδασκαλία της αρετής, που η έλλειψή της επιφέρει βαρύτατες ποινές).

Η φραστική διατύπωση της απόδειξης
Ο Πρωτ. χρησιμοποιεί:
·       μια ρητορι­κή ερώτηση: «υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είναι αναγκαίο να μετέχουν όλοι οι πολίτες, προκειμένου να είναι δυνατή η ύπαρξη πόλεως, ή δεν υπάρχει;» Την απάντηση δίνει ο ίδιος πιο κάτω: ναι, υπάρχει και είναι η ἀνδρός ἀρετή (=η πολιτική αρετή)
·   επτά διαδοχικές υποθετικές προτάσεις: διατυπώνονται ρητορικά ως υποθέσεις χωρίς απόδοση («ανανταπόδοτο σχήμα»). Για όλες τις υποθετικές προτάσεις όμως υπάρχει η κοινή απόδοση «σκέψου τι περίεργα πλάσματα είναι αυτοί οι αγαθοί άνδρες». Οι υποθετικές προτάσεις νοούνται ως προτάσεις αποφαντικές, ως δεδομένες θέσεις.
·       Με αυτά τα εκφραστικά μέσα ο λόγος γίνεται πιο εντυπωσιακός. Κατ’ άλλους, ο Πλάτων επιδιώκει να παρουσιάσει έναν Πρωταγόρα που βρίσκεται σε αμηχανία και δυσκο­λεύεται να διατυπώσει λογικά την απόδειξη του, γι' αυτό φλυαρεί, επιδιώκει τον εντυπωσιασμό και πλατειάζει με ανακόλουθα, επαναλήψεις και λόγο χαλαρό.

Κριτική της απόδειξης
1.  Ο Πρωτ. παρουσιάζεται από τον Πλάτωνα να διατυπώνει όχι αυστηρά λογικά και πειστικά επιχειρήματα, με λόγο που παρεκκλίνει από το στοχα­στικό ύφος και έχει ρητορικά στοιχεία εντυπωσιασμού (ρητορικές ερωτήσεις και αλλεπάλληλες υποθέσεις).
2.     Ο Πρωτ. αλλοιώνει τη θέση του Σωκράτη (βλ. παραπάνω), για να αποδείξει αυτό που θέλει ο ίδιος και όχι αυτό που πρέπει.
3.     Χρησιμοποιεί δεοντολογικές διατυπώσεις (τέσσερα «πρέπει να»), που δεν είναι πειστικές (πρέπει οι απο­δεικτικές προτάσεις να είναι αποφαντικές και όχι δεοντολογικές ώστε να έχουν λογική ισχύ). Λέει, δηλαδή, τι πρέπει να γίνεται (π.χ. πρέπει να τον διδάσκουμε...)και όχι τι συμβαίνει στην πραγματικότητα (τον διδάσκουμε...).
4.     Δεν αποδεικνύει τη θέση του θετικά, αλλά αρνητικά: λέει ότι θα ήταν αδιανόητο να μην ισχύει, χωρίς να αιτιολογεί γιατί ισχύει.

Δεύτερο μέρος: Η διά βίου εκπαίδευση των Αθηναίων ως απόδειξη του διδακτού της αρετής

1.      Τα τρία στάδια της αγωγής στον ιδιωτικό και στο δημόσιο βίο: φορείς, μέ­θοδοι, περιεχόμενο, σκοπός της αγωγής
Σε όλη τη ζωή τους οι Αθηναίοι διδάσκονται την αρετή με διάφορους τρόπους και μεθόδους :
·         Στη νηπιακή ηλικία: οι γονείς, η παραμάνα και ο παιδαγωγός δίνουν στο παιδί τις βάσεις της ηθικής συμπεριφοράς.
·         Στην παιδική και στην εφηβική ηλικία: οι δάσκαλοι φροντίζουν περισσότερο για τη διαμόρφωση της ηθικής προσωπικότητας του παιδιού παρά για την παροχή γνώσεων.
·         Ως πολίτες: η πολιτεία τους υποχρεώνει να μαθαίνουν τους νόμους (που καθορίζουν τι είναι δίκαιο και τι όχι) και να ζουν σύμφωνα με τις επιταγές τους, είτε ασκούν δημόσια αξιώματα είτε όχι.

Το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας

Α. Πρώτο στάδιο
ηλικία: νηπιακή (ως το 6ο ή 7ο έτος)
φορείς: η οικογένεια (γονείς, παραμάνα, παιδαγωγός)
περιεχόμενο: ηθοπλαστικό (δίκαιο - άδικο, καλό - κακό κτλ.)
στόχος: η ηθική βελτίωση του παιδιού (διδασκαλία αρετής)
μέθοδοι: νουθεσίες, διδασκαλία - απειλές, χτυπήματα

Β. Δεύτερο στάδιο
ηλικία: παιδική, εφηβική (από το 6ο ή 7ο ως το 18ο έτος)
φορείς: δάσκαλος (στο σπίτι του)
περιεχόμενο: ηθοπλαστικό και γνωστικό (ανάγνωση και γραφή, μουσι­κή - ποιήματα μεγάλων ποιητών)
στόχος: η ευκοσμία των παιδιών (καλή και ηθική συμπεριφορά)
μέθοδοι: διδασκαλία, παραδείγματα προς μίμηση(των αρχαίων ηρώων)

Γ. Τρίτο στάδιο
ηλικία: ανδρική (από το 18ο έτος και πάνω)
φορείς: πολιτεία, κοινωνία
περιεχόμενο: πολιτικό (εκμάθηση των νόμων, δηλ. της πολιτικής αρετής)
στόχος: η πολιτική αγωγή: να ζουν οι πολίτες σύμφωνα με τους νό­μους (μαθαίνοντας να άρχουν και να άρχονται)
μέθοδοι: κυρώσεις στους παραβάτες των νόμων (εὐθύναι)

Τα γνωρίσματα της εκπαίδευσης στην αρχαία Αθήνα
1.       δια βίου εκπαίδευση: διαδικασία συνεχής από τη νηπιακή ως την ώριμη ηλικία. Πέρα από τη διδασκαλία στο σπίτι και στο δάσκαλο, Η πόλη δίδασκε με τους νόμους (δημοσιεύονταν σε μεγάλες ξύλινες πλάκες σε δημόσιο χώρο, ώστε να τους διαβάζουν όλοι οι πολίτες) αλλά και με πολλούς άλλους παιδευ­τικούς θεσμούς (γιορτές, τελετές, θέατρο και άλλοι καλλιτεχνικοί αγώνες κ.ά.).
2.       ιδιωτική: οι δαπάνες της διδασκαλίας στο σπίτι και στον ιδιωτικό δάσκαλο επιβάρυναν αποκλειστικά την οικογένεια του παιδιού. Γι’ αυτό και κυρίως οι πλούσιοι μόρ­φωναν τα παιδιά τους, γιατί η εκπαίδευση ήταν δαπανηρή.
3.       ανοιχτή, χωρίς προκαθορισμένα όρια και περιεχόμενο (ενώ στη Σπάρτη η αγωγή των παιδιών ήταν καθορισμένη από την πολιτεία, η οποία και την αναλάμβανε).
4.       Ως προς το περιεχόμενο και τους στόχους ο χαρακτήρας της εκπαίδευσης ήταν κυρίως ηθοπλαστικός, αφού η αγωγή σε όλες τις βαθμίδες αποσκοπούσε στην κατάκτηση της αρετής με την ηθική διαπαιδαγώγηση.

Τα μέσα της αγωγής
1.       οι νουθεσίες (προτρεπτικές ή αποτρεπτικές) και η προβολή παραδειγμά­των για μίμηση : μέσα για τη διάπλαση της προσωπικότη­τας του και στην κατάκτηση της αρετής. Τα μέσα αυτά τα υιοθετεί και η σύγ­χρονη παιδαγωγική.
2.       οι απειλές, τα χτυπήματα:  σωφρονιστικές μέθοδοι, για συμμόρφωση στις υποδείξεις και τις διδασκαλίες («ισιώνουν», πρβλ. και τα « Ό μή δαρείς άνθρωπος ού παιδεύεται» και «Το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο» ). Η νέοτερη παιδαγωγική απορρίπτει τα μέσα αυτά ως άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας, που προσβάλλουν την προσωπικότητα του παιδιού και δημιουργούν ψυχικά τραύματα (ο ξυλοδαρμός απαγορεύεται σήμερα από το νόμο). Στην αρχαία Αθήνα όμως αυτές οι αυταρχικές μέθοδοι αγωγής ήταν σε χρήση.

 Η παρομοίωση
·       Ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί μιαν εύστοχη παρομοίωση: όταν το παιδί παρεκ­κλίνει από τα όρια που του επιβάλλονται  (δηλαδή από τους κανόνες της αρετής), εκείνοι που ασκούν το έργο της α­γωγής το επαναφέρουν στην ευθεία, δηλαδή στο ορθό δρόμο της αρετής (εύθύνουσιν), όπως ισιώνουμε ένα δέ­ντρο που λυγίζει και γέρνει. Η παρομοίωση αυτή προετοιμάζει την ετυμολογι­κή ερμηνεία που θα δοθεί λίγο πιο κάτω στη λέξη «εὐθύναι».
·       «Εὐθύναι»: η λογοδοσία που ήταν υποχρεωμένος να κάνει σε ειδικούς ελεγκτές ένας άρχοντας για τα πεπραγμένα του, όταν τελείωνε ο χρόνος της εξουσίας του. Έτσι ονομάζονταν και οι κυρώσεις που του επιβάλλονταν, αν διαπιστωνόταν κατάχρηση της εξουσίας του ή παραλείψεις.

2.      Συμπέρασμα για το διδακτό της αρετής
·     Αυτή η τόσο πλατιά και μακρόχρονη προσπάθεια διδασκαλίας της αρετής, που καταβάλλεται από τόσους ανθρώπους και στον ιδιωτικό και στο δημό­σιο τομέα, αποδεικνύει ότι μπορεί να διδαχτεί. Η ίδια λοιπόν η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι η αρετή είναι διδακτή.
·       Το συμπέρασμα του Πρωταγόρα διατυπώνεται με τρόπο έντονο και σχεδόν θριαμβικό (με ρητορική ερώτηση, όπως και το προηγούμενο). Έτσι, ο μεγάλος σοφός παρουσιάζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σίγουρος ότι ολοκλήρωσε με επιτυχία την απόδειξη για την ορθότητα της θέσης του.

Κριτική της απόδειξης:
·       Το συμπέ­ρασμα του Πρωτ., καθώς στηρίζεται στην πραγματικότητα, είναι πειστικό, όσο και αν δεν απορρέει από λογικές κατασκευές που θα ακολουθούσαν κανόνες της τυπικής λογικής. Θα μπορούσε ωστόσο να καταλογιστεί ως ασθενές σημείο του συμπεράσματος το ότι στηρίζεται σε όσα πρέπει να αποδειχτούν.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1.      Με ποια μέθοδο δηλώνει ότι θα ανασκευάσει τη δεύτερη αντίρρηση του Σωκράτη; Γιατί, κατά τη γνώμη σας, προτίμησε να αλλάξει μέθοδο; Ποια πλεονεκτήματα του προσφέρει αυτή η αλλαγή;
2.      Υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είναι αναγκαίο να μετέχουν όλοι οι πολίτες, προκειμένου να είναι δυνατή η ύπαρξη πόλεως, ή δεν υπάρχει; («ἔστι τι ἕν, ἢ οὐκ ἔστιν, οὗ ἀναγκαῖον πάντας τοὺς πολίτας μετέχειν, εἴπερ μέλλει πόλις εἶναι;») Ποιο είναι το «ένα», «αναγκαίο» για την ύπαρξη της πόλης; Να εντοπίσετε τη σχέση ανάμεσα στην άποψη αυτή και στον πρωταγόρειο μύθο.
3.      Ο Πρωταγόρας θεωρεί την «ἀνδρὸς ἀρετήν», την πολιτική αρετή, ως μοναδικό θεμέλιο για τη συγκρότηση και διατήρηση του οικοδομήματος της πολιτείας. Πώς κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό; Να κρίνετε την εγκυρότητα του συλλογισμού του.
4.      Ποια είναι η βασική υποχρέωση του πολίτη και με ποιους τρόπους παρεμβαίνει η πολιτεία στην εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής;
5.      Να καταγράψετε τα επιχειρήματα τα οποία χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας για να αποδείξει ότι οι αγαθοί άνδρες διδάσκουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους και να τα αξιολογήσετε.
6.      Σε ποιες βαθμίδες εκπαίδευσης των νέων στην αρχαία Αθήνα αναφέρεται ο Πρωταγόρας στο απόσπασμα του βιβλίου σας, ποιοι ήταν οι φορείς της αγωγής και ποιος ο στόχος και το αντικείμενο διδασκαλίας;
7.      «με τις απειλές και τα χτυπήματα το «ισιώνουν, σαν δέντρο που λυγίζει και γέρνει» («ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον καὶ καμπτόμενον εὐθύνουσιν ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς»): Ποιο στόχο υπηρετεί η παρομοίωση και πόσο επιτυχημένη είναι, κατά τη γνώμη σας; Ποια σημασία έχει η χρησιμοποίηση του ρήματος «ισιώνουν» («εὐθύνουσιν»);
8.      Σε ποιο στάδιο αναλάμβανε η ίδια η πολιτεία την αγωγή των νέων, ποιος ήταν ο στόχος και ποιο το αντικείμενο της αγωγής;