ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Οι δευτερεύουσες προτάσεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

Σε μία περίοδο ή ημιπερίοδο λόγου υπάρχουν προτάσεις κύριες και δευτερεύουσες. Κύριες είναι αυτές που μπορούν να σταθούν μόνες τους στον λόγο, ενώ οι δευτερεύουσες εξαρτώνται πάντα από άλλες προτάσεις (κύριες ή δευτερεύουσες). Σε κάθε περίοδο ή ημιπερίοδο πρέπει οπωσδηποτε να υπάρχει τουλάχιστον μία κύρια πρόταση.

α. Ο χαρακτηρισμός των δευτερευουσών προτάσεων
1. Η δευτερεύουσα πρόταση εξαρτάται από έναν όρο μιας άλλης πρότασης (συνήθως το ρήμα, ένα απαρέμφατο ή μία μετοχή), τον οποίο συμπληρώνει ή προσδιορίζει:

                                                                               
                                                                                                    
 Νῦν δέ λέγει Κύρια Πρόταση   ὡς ἐγώ ἀδικῶ  Δευτερεύουσα Πρόταση
                            
                                            
2. Η δευτερεύουσα πρόταση εισάγεται (αρχίζει) με μία συγκεκριμένη λέξη (η φράση), που μπορεί να είναι ένας από τους υποτακτικούς συνδέσμους, μία αναφορική αντωνυμία, ένα αναφορικό επίρρημα, μία ερωτηματική αντωνυμία ή ένα ερωτηματικό επίρρημα.
3. Η δευτερεύουσα πρόταση εκφέρεται με έναν ρηματικό τύπο που βρίσκεται σε συγκεκριμένη έγκλιση.




  
 4. Η δευτερεύουσα πρόταση έχει συντακτικό ρόλο στην εξάρτησή της.

Για να χαρακτηρίσουμε με ολοκληρωμένο τρόπο μια δευτερεύουσα πρόταση, πρέπει να αναφερθούμε σε όλα τα παραπάνω στοιχεία, δηλαδή να δηλώσουμε από πού εξαρτάται, πώς εισάγεται, πώς εκφέρεται και ποιος είναι ο συντακτικός ρόλος της.
π.χ. Οἱ στρατιῶται λέγουσιν ὅτι Κῦρος τέθνηκε: Στη φράση αυτή υπάρχουν δύο προτάσεις, μία κύρια (Οἱ στρατιῶται λέγουσιν) με ρήμα το λέγουσιν (εξάρτηση) και μία δευτερεύουσα ειδική (ὅτι Κῦρος τέθνηκε), η οποία εισάγεται με τον ειδικό σύνδεσμο ὅτι, εκφέρεται με οριστική (τέθνηκε) και λειτουργεί ως αντικείμενο στο ρήμα εξάρτησης λέγουσιν.

β. Διάκριση δευτερευουσών προτάσεων ως προς τη συντακτική θέση

                                          
                                        Ονοματικές   -   Επιρρηματικές


                           γ. Οι ονοματικές δευτερεύουσες προτάσεις της α.ε.
                                        
            Ειδικές   -   Αναφορικές   -   Πλάγιες Ερωτηματικές   -   Ενδοιαστικές
      
         
Ονομάζονται έτσι όσες λειτουργούν συντακτικά σαν ονόματα, δηλαδή έχουν συντακτική θέση την οποία μπορεί να καταλάβει ένα όνομα. Πιο συγκεκριμένα, οι ονοματικές δευτερεύουσες προτάσεις μπορεί να λειτουργούν ως:

Αντικείμενο σε προσωπικά ρήματα,
π.χ. Λέγω ὅτι πολλαί καί καλαί ἐλπίδες ἡμῖν εἰσι σωτηρίας.

Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα ή σε απρόσωπες εκφράσεις,
π.χ. Φόβος ἐστί μή ἡττηθῶμεν.

Επεξήγηση, κυρίως σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας που προηγείται,
π.χ. Τοῦτο ὑμᾶς δεῖ μαθεῖν, ὅτι τό συνέχον τήν δημοκρατίαν ὅρκος ἐστίν.


Είδη ονοματικών δευτερευουσών προτάσεων της α.ε.

Οι ονοματικές προτάσεις διακρίνονται σε τέσσερα είδη:

1. Ειδικές

Εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους ὅτι (όταν το περιεχόμενό τους είναι αντικειμενικό, πραγματικό) ή ὡς (όταν το περιεχόμενό τους είναι υποκειμενικό ή ψευδές).
π.χ.
         Οἱ Ἀσσύριοι ἴσασιν (= γνωρίζουν) ὅτι (= ότι πράγματι) ἱππικόν στράτευμα ἐν νυκτί ταραχῶδές ἐστι καί δύσχρηστον.
          Πειρῶνται πείθειν ὑμᾶς ὡς (= ότι τάχα) δυνατός εἰμι.

Εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν: λέω (λεκτικά), γνωρίζω (γνωστικά), αισθάνομαι (αισθητικά), δείχνω (δείξεως) κ.ά.
Εκφέρονται με οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και με ευκτική (συνήθως όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου) η οποία ονομάζεται ευκτική του πλαγίου λόγου.
   π.χ.
            Καί κατηγοροῦσι αὐτόν ὡς πολλάς ἀρχάς ἦρξεν (οριστική, πραγματικό    περιεχόμενο).
         Δῆλόν ἐστιν ὅτι οὐκ ἄν προὔλεγεν, εἰ μή ἀληθεύσειν (= ότι θα βγει αληθινός) ἐπίστευε (δυν. οριστική, αντίθετο του πραγματικού).
       Ὅτι βούλοισθε ἄν την ἀρχήν, ἥν πρότερον ἐκέκτησθε, ἀναλαβεῖν πάντες ἐπιστάμεθα (δυν. ευκτική, περιεχόμενο δυνατό στο παρόν και στο μέλλον).
     Σχεδόν ἐγίγνωσκον ὅτι εἴη που πλησίον τό στράτευμα τῶν πολεμίων (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).


2. Ενδοιαστικές

Εισάγονται με τους ενδοιαστικούς συνδέσμους μή (= μήπως), όταν δηλώνεται φόβος μήπως συμβεί κάτι ανεπιθύμητο, και μη οὐ (= μήπως δεν), όταν δηλώνεται φόβος μήπως δε συμβεί κάτι επιθυμητό.
    π.χ.
       Ὁκνῶ (= φοβάμαι) μή μάταιος ἡμῖν ἡ στρατεία γένηται.
       Δέδοικα μή οὐκ ἔχω ταύτην τήν σοφίαν.

Εξαρτώνται από ρήματα που δείχνουν φόβο, δισταγμό ή μέριμνα.
Εκφέρονται με: υποτακτική (κυρίως), με οριστική και με ευκτική του πλαγίου λόγου (συνήθως όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου).
    π.χ.
          Φοβοῦμαι μή ἡττηθῶμεν (υποτακτική, ενδεχόμενος φόβος).
      Νῦν δέ φοβούμεθα μή ἀμφοτέρων ἅμα ἡμαρτήκαμεν (= μήπως  έχουμε αποτύχει και στα δύο), (οριστική, γιατί ο φόβος είναι πραγματικός).
     Οἱ δέ πολέμιοι δείσαντες (= επειδή φοβήθηκαν) μή ἁλοῖεν (= συλληφθούν) ἐτράποντο (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).


3. Πλάγιες ερωτηματικές

Είναι, κυρίως, ερωτήσεις που μας μεταφέρονται σε πλάγιο λόγο. Διακρίνονται σε ολικής άγνοιας, στις οποίες η απάντηση είναι «ναι» ή «όχι» και μερικής άγνοιας, με τις οποίες ζητάει κανείς μια ειδικότερη λεπτομέρεια (π.χ. ποιος, πού, γιατί, πόσο).
Εισάγονται με ερωτηματικές και αναφορικές αντωνυμίες και με τα αντίστοιχα επιρρηματα, όταν είναι μερικής άγνοιας, και με το ερωτηματικό μόριο εἰ, όταν είναι ολικής αγνοίας.
π.χ.
   Ἐπισκεψώμεθα (= ας εξετάσουμε) εἰ ὁ ἄριστος εὐδαιμονέστατος καί ὁ κάκιστος ἀθλιώτατός ἐστιν (πλ. ερωτηματική πρόταση ολικής άγνοιας, εισαγωγή με το ερωτηματικό μόριο εἰ).
       Σκέψασθε πῶς ἐπί τῶν προγόνων ταῦτα εἶχε (πλ. ερωτηματική πρόταση μερικής άγνοιας, εισαγωγή με το ερωτηματικό επίρρημα πῶς).
   Ἐπιμηθεύς ἠπόρει ὅ,τι χρήσαιτο (= δεν ήξερε τι να κάνει, πλ. ερωτηματική πρόταση μερικής άγνοιας, εισαγωγή με την αναφορική αντωνυμία ὅ,τι).

Εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν: ρωτώ, απορώ, γνωρίζω, ερευνώ, εξετάζω, δείχνω, φροντίζω, προσπαθώ, λέω, δηλώνω κ.ά.
Εκφέρονται με: οριστική υποτακτική (απορηματική*), δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και με ευκτική του πλαγίου λόγου (συνήθως όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου).
      π.χ.
  Ἀπορῶ εἰ διδακτόν ἐστιν ἡ ἀρετή (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).
  Οὐκ ἔχω ὅ,τι ἀποκρίνωμαι (υποτακτική που δηλώνει απορία).
Ἤροντο εἰ τύχοιεν ἄν (= ρώτησαν αν θα μπορούσαν να κάνουν) εἰρήνης (δυν. ευκτική, περιεχόμενο δυνατό στο παρόν και στο μέλλον).
Ἐπεί δέ ἦν πρός τοῖς ἀγγέλοις, ἀνηρώτα τί βούλοιντο (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).

 * απορηματική είναι η υποτακτική που χρησιμοποιείται κυρίως σε ερωτηματικές προτάσεις,πλάγιες η ευθείες, και δηλώνει απορία· μεταφράζεται: να + ρήμα.
π.χ. Οὐκ ἔχω ὅ,τι ἀποκρίνωμαι (= Δεν ξέρω τι να απαντήσω).


4. Ονοματικές αναφορικές

Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται οι αναφορικές προτάσεις που χρησιμοποιούνται στη θέση ουσιαστικού, επιθέτου ή αντωνυμίας και λειτουργούν ως υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο ή ονοματικός προσδιορισμός (ομοιόπτωτος ή ετερόπτωτος).
π.χ.
 Κῦρος δέ ἔχων οὕς εἴρηκα, ὡρμᾶτο ἀπό Σάρδεων (η αναφορική    πρόταση οὕς εἴρηκα είναι αντικείμενο στη μετοχή ἔχων της κύριας πρότασης).
 Ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τα πάνθ' ὁρᾷ (η αναφορική πρόταση ὅς τά πάνθ’ ὁρᾷ λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός στο υποκείμενο της κύριας πρότασης ὀφθαλμός).
Εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες.
Εκφέρονται με οριστική, υποτακτική, δυνητική οριστική και δυνητική ευκτική.
π.χ.
       Οὖτός ἐστιν ὅς άπέκτεινε τούς στρατηγούς (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).
     Εἰς καλόν ἡμῖν Ἄνυτος ὅδε παρεκαθέζετο, ᾧ μεταδῶμεν τῆς ζητήσεως (= πάνω στην ώρα ήρθε και κάθισε κοντά μας αυτός εδώ ο Άνυτος, τον οποίο ας κάνουμε σύντροφο στην αναζήτησή μας) (υποτακτική που δηλώνει προτροπή).
    Προυφάνης (= φανερώθηκες) δέ φιλτάτην ἔχων πρόσοψιν, ἧς ἐγώ οὐδ’ ἄν ἐν κακοῖς λαθοίμην (= ούτε στις συμφορές δε θα μπορούσα να ξεχάσω).
  Ἦλθε τό ναυτικόν τό τῶν βαρβάρων, ὅ τίς οὐκ ἄν ἰδών ἐφοβήθη; (δυν. οριστική, περιεχόμενο αντίθετο του πραγματικού).



Ασκήσεις 
1. Στις παρακάτω περιόδους να  χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε το είδος και τη συντακτική θέση των δευτερευουσών ονοματικών προτάσεων:

α. Φημί ὅτι καί πρό ἐμοῦ τοῦτο τό φρόνημα εἶχεν ἡ πόλις.
β. Ξενοφῶν ἔδεισε (= φοβήθηκε) μή κακά γένοιτο τῇ πόλει.
γ. Πρωταγόρας ἐρωτᾷ εἰ οὐκ αἰσχύνομαι τά ἀγαθά κακά ἀποκαλῶν.
δ. Ὅν οἱ θεοί φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος.
  
2. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες ονοματικές ειδικές προτάσεις:

α. Καί ἔλεγον οἱ Ἀθηναῖοι ταῦτα, ὅτι οὐκ ὁρθῶς αἱ σπονδαί γένοιντο.
β. Λέγουσιν οἱ σοφισταί ὡς οὐδέν δέονται χρημάτων.
γ. Σεύθης λέγει ὅτι οὐδενί ἄν ἀπιστῆσαι Ἀθηναίων.
δ. Παρά πάντων ὁμολογεῖται ὡς τά βέλτιστα εἰπών ἄδικα πάσχει.
ε. Γιγνώσκεις ὅτι σύ εἶ ὁ μωρός;

3. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες ονοματικές ενδοιαστικές προτάσεις:

α. Κλέαρχος οὐκ ἤθελεν ἀποσπάσαι ἀπό τοῦ ποταμοῦ τό δεξιόν κέρας (= το δεξιό τμήμα του πεζικού), φοβούμενος μή κυκλωθείη ἐκατέρωθεν (= και από τις δύο πλευρές).
β. Οὐκοῦν νῦν καί τοῦτο κίνδυνος, μή λάβωσι προστάτας αὐτῶν τινας τούτων.
γ. Ὅρα (= πρόσεξε) μή περί τοῖς φιλτάτοις κινδυνεύῃς.
δ. Οὐ τοῦτο ἐφοβεῖτο, μή τινες πορεύσοιντο ἐπί τήν έκείνου δύναμιν.
ε. Ἐγώ οὐκ ἀπέπεμπον τούτους φοβούμενος μή τι γένοιτο διά τήν σην ὀργήν.

4. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες ονοματικές πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις:

α. Ἐγώ γάρ οὐκ οἶδα εἰ τοῦτο ἀληθές ἐστιν ἤ μή.
β. Οὐ δῆλόν ἐστι τῷ στρατηγῷ εἰ συμφέρει στρατηγεῖν.
γ. Ἠρώτα αὐτόν πόσον χρυσίον ἔχοι.
δ. Ἡδέως (= ευχαρίστως) ἄν πυθοίμην (= θα μάθαινα) τίνα ἄν ποτε γνώμην περί ἐμοῦ εἴχετε.
ε. Καί βασιλεύς καί αὐτός τε θηρᾷ (= κυνηγά) καί τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖται, ὅπως ἄν θηρῶσιν.

5. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες ονοματικές αναφορικές προτάσεις:

α. Ὅ μέλλεις ποιεῖν μή λέγε.
β. Οὕς ἄν βούλῃ ποιήσασθαι φίλους, ἀγαθόν τι λέγε περί αὐτῶν.
γ. Ἦν τις ἐν τῇ στρατείᾳ Ξενοφῶν Ἀθηναῖος, ὅς οὔτε στρατηγός οὔτε λοχαγός οὔτε στρατιώτης ὤν συνηκολούθει.
δ. Ἀνήρ δίκαιος ἐστιν οὐχ ὁ μή ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μή βούλεται.
ε. Ὅστις ἐθέλει ὁπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν.


Οι επιρρηματικές δευτερεύουσες προτάσεις


 Εναντιωματικές

Χρονικές

Συμπερασματικές

Αναφορικές

Τελικές

Υποθετικές

Αιτιολογικές
 
  
Οι επιρρηματικές δευτερεύουσες προτάσεις λειτουργούν ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί (δηλαδή, δηλώνουν αιτία, χρόνο, σκοπό κ.ά.) της εξάρτησής τους.

1. Αιτιολογικές

Εξαρτώνται κυρίως από ρήματα ψυχικού πάθους (δηλαδή, ρήματα που δηλώνουν χαρά, λύπη, έκπληξη, θυμό κ.ά.), αλλά και από κάθε άλλο ρήμα που χρειάζεται αιτιολόγηση.
Εισάγονται κυρίως με τους αιτιολογικούς συνδέσμους ὅτι (αντικειμενική αιτιολογία), ὡς (υποκειμενική αιτιολογία), ἐπεί, ἐπειδή, διότι και εἰ (υποθετική αιτιολογία).
   π.χ.
         - Ἀθηναῖοι ἐνόμιζον ἡττᾶσθαι, ὅτι (= επειδή πράγματι) οὐ πολύ ἐνίκων.
        - Θαυμάζω σε ἐν ταῖς συμφοραῖς, ὡς (= επειδή κατά τη γνώμη μου) ῥαδίως αὐτάς καί πρᾴως φέρεις.
      - Ὦ Κῦρε, μή θαύμαζε εἴ (= στην περίπτωση που) τινες ἐσκυθρώπασαν(= κατσούφιασαν) ἀκούσαντες τῶν ἀγγελλομένων.
Εκφέρονται με οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και με ευκτική του πλαγίου λόγου (συνήθως όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου).
    π.χ.
-  Ἄξιον Ἡρακλέους μεμνῆσθαι καί ὅτι τόνδε τὸν ἀγῶνα πρῶτος συνήγειρε (= διοργάνωσε) δι’ ἔννοιαν τῆς Ἑλλάδος (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).
-  Λακεδαιμόνιοι ἄκοντας (= παρά τη θέλησή τους) προσάγουσι τοὺς πολλούς ἐς τόν κίνδυνον, ἐπεί οὐκ ἄν ποτε ἐπεχείρησαν (= ποτέ δε θα επιχειρούσαν) ναυμαχεῖν ἑκόντες (δυν. οριστική, αντίθετο του πραγματικού).
-  Δέομαί σου παραμεῖναι, ὡς ἐγώ οὐδ’ ἄν ἑνός ἥδιον (= με μεγαλύτερη ευχαρίστηση) ἀκούσαιμι ἤ σοῦ (δυν. ευκτική, περιεχόμενο δυνατό στο παρόν και στο μέλλον).
-  Οἱ Ἀθηναῖοι τόν Περικλέα ἐκάκιζον, ὅτι οὐκ ἐπεξάγοι (= δεν εκστράτευε) ἐπί τούς πολεμίους (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).
Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της αιτίας στην πρόταση ή τον όρο εξάρτησής τους.

2. Τελικές

Εξαρτώνται κυρίως από ρήματα κίνησης (π.χ. ἔρχομαι, φεύγω, πορεύομαι) ή σκόπιμης ενέργειας (π.χ. πράττω).
Εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους ἵνα, ὅπως, ὡς.
Εκφέρονται με υποτακτική (κυρίως), οριστική ιστορικού χρόνου και με ευκτική του πλαγίου λόγου (συνήθως όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου).
     π.χ.
 -  Βασιλεύς αἱρεῖται, οὐχ ἵνα ἑαυτοῦ καλῶς ἐπιμελῆται, ἀλλἵνα καί οἱ ἑλόμενοι διαὐτόν εὖ πράττωσιν (υποτακτική, προσδοκώμενο περιεχόμενο).
-  Ἔδει τά ἐνέχυρα τότε λαβεῖν, ὡς, μηδ’ εἰ ἐβούλετο (= ακόμα και αν ήθελε), ἐδύνατο ἐξαπατᾶν (οριστική ιστορικού χρόνου, σκοπός που τελικά δεν πραγματοποιηθηκε).
-  Καμβύσης τόν Κῦρον ἐπεκάλει (= ανακάλεσε), ὅπως τά ἐν Πέρσαις ἐπιχώρια ἐπιτελοίη (= για να αναλάβει τις τοπικές υποθέσεις των Περσών), (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).
Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του σκοπού στην πρόταση ή τον όρο εξάρτησής τους.

3. Συμπερασματικές

Δεν εξαρτώνται από συγκεκριμένα ρήματα· συνήθως προηγείται στην εξάρτηση δεικτική αντωνυμία ή δεικτικό επίρρημα (τοιοῦτος, τοσοῦτος, οὕτως κ.ά.).

Εισάγονται με τους συμπερασματικούς συνδέσμους ὥστε και ὡς.
Εκφέρονται με οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και απαρέμφατο.
      π.χ.
-  Τὴν αὑτῶν δύναμιν τοσαύτην ἐπέδειξαν, ὥσθ μέγας βασιλεύς οὐκέτι τῶν ἀλλοτρίων ἐπεθύμει, ἀλλἐδίδου τῶν ἑαυτοῦ καί περί τῶν λοιπῶν ἐφοβεῖτο (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).
-  Εὐθύς ἡ Ἀριάδνη ἀκούσασα τοιοῦτόν τι ἐποίησεν ὡς πᾶς ἄν ἔγνω (= θα μπορούσε να καταλάβει) ὅτι ἀσμένη (= με ευχαρίστηση) ἤκουσε (δυν. οριστική, περιεχόμενο δυνατό στο παρελθόν).
-  Τῆς δέ πεζῆς στρατιᾶς οὕτως ἄπειρον τό πλῆθος ἦγεν, ὥστε καί τά ἔθνη τά μετ’ αὐτοῦ ἀκολουθήσαντα πολύ ἄν ἔργον καταλέξαι (= θα ηταν πολύ δύσκολο να τα αναφέρω αναλυτικά), (δυν. ευκτική, περιεχόμενο δυνατό στο παρόν και στο μέλλον).
-  Ἔχω τριήρεις, ὥστε ἑλεῖν τό ἐκείνων πλοῖον (απαρέμφατο, περιεχόμενο δυνατό ή ενδεχόμενο· με απαρέμφατο εκφέρονται επίσης οι συμπερασματικές προτάσεις που δηλώνουν επιδιωκόμενο σκοπό και όρο ή συμφωνία).
Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος στην πρόταση εξάρτησής τους.

4. Υποθετικές

Εκφράζουν μια προϋπόθεση (υπόθεση) που πρέπει να ισχύει, ώστε να ισχύει και η –κύρια συνήθως– πρόταση την οποία προσδιορίζουν (απόδοση).
Η δευτερεύουσα υποθετική πρόταση μαζί με την κύρια πρόταση συναποτελούν έναν υποθετικό λόγο.
Εισάγονται με τους υποθετικούς συνδέσμους εἰ, ἐάν, ἄν, ἤν.
Εκφέρονται με οριστική (εισαγωγή εἰ), ευκτική (εισαγωγή εἰ) και υποτακτική (εισαγωγή ἐάν, ἄν, ἤν).
       π.χ.
-  Εἰ εἰσί βωμοί, εἰσί καί θεοί.
-  Φῶς εἰ μὴ εἴχομεν, ὅμοιοι τοῖς τυφλοῖς ἄν ἦμεν.
-  Ἐάν ἐμέ ἀποκτείνητε, βλάψετε ὑμᾶς αὐτούς.
-  Ἤν ἐγγύς ἔλθῃ θάνατος, οὐδείς βούλεται θνῄσκειν.
-  Εἴ τίς σε διδάξειε, βελτίων ἄν γένοιο.
-  Εἴ τινα λάβοιεν τῶν εχθρῶν, ἀπέκτεινον.
Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της προϋπόθεσης στην πρόταση εξάρτησής τους.

5. Εναντιωματικές-παραχωρητικές

Εκφράζουν εναντίωση προς το περιεχόμενο της πρότασης που προσδιορίζουν (συχνά προηγούνται στην εξάρτηση οι αντιθετικοί σύνδεσμοι ἀλλά, ἀλλ’οὖν, ὅμως). Οι εναντιωματικές προτάσεις δηλώνουν αντίθεση προς κατάσταση πραγματική (που όντως ισχύει), ενώ οι παραχωρητικές προς κατάσταση που κάνουμε την παραχώρηση να δεχθούμε ότι ισχύει.
Εισάγονται με τους εναντιωματικούς συνδέσμους εἰ καί, ἄν καί (= αν και, εναντιωματικές), καί εἰ, καί ἄν (ἤν, ἐάν), οὐδ’ εἰ, οὐδ’ ἐάν (άν), μηδ’ εἰ, μηδ’ ἐάν(= και αν ακόμη, παραχωρητικές).
Εκφέρονται με οριστική, υποτακτική και ευκτική κατά τα πρότυπα των υποθετικών προτάσεων.
π.χ.
-  Φήσουσι γάρ δή με σοφόν εἶναι, εἰ καί μή εἰμι (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).
-  Καί μοι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μή θορυβήσητε, μηδ’ ἐάν δόξω τι ὑμῖν μέγα λέγειν (υποτακτική, περιεχόμενο προσδοκώμενο).
Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της εναντίωσης στην πρόταση εξάρτησής τους.

6. Χρονικές

Δηλώνουν τον χρόνο κατά τον οποίο συμβαίνει η πράξη της προσδιοριζόμενης πρότασης. Ανάλογα με τη χρονική σχέση των δύο προτάσεων δηλώνεται:
i) το προτερόχρονο (η πράξη που δηλώνει η χρονική πρόταση προηγείται χρονικά της πράξης που δηλώνει η προσδιοριζόμενη πρόταση),
ii) το σύγχρονο (οι δύο πράξεις εξελίσσονται συγχρόνως) ή
iii) το υστερόχρονο (η πράξη που δηλώνει η χρονική πρόταση ακολουθεί χρονικά την πράξη που δηλώνει η προσδιοριζόμενη πρόταση).
Εισάγονται:
α) με χρονικούς συνδέσμους (ς, ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή, ἕως, ἔστε, ἄχρι, μέχρι, ὅταν, ὁπόταν, ἐπειδάν, ἐπάν κ.ά.)
β) με χρονικά επιρρήματα (ὁσάκις, ὁποσάκις)
γ) με εμπρόθετες αναφορικές εκφράσεις (ἐξ οὗ, ἐξ ὅτου, ἀφ’ οὗ,ἀφ’ ὅτου κ.ά)
Εκφέρονται με τις ίδιες εγκλίσεις που εκφέρονται οι υποθετικές προτάσεις:
α. Οριστική (πραγματικό γεγονός)
π.χ. Ὅτε αὕτη ἡ μάχη ἐγίγνετο, Τισσαφέρνης ἐν Σάρδεσιν ἔτυχεν ὤν.
β. Υποτακτική + αοριστολογικό ἄν (προσδοκώμενο ή αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον)
π.χ. Αὐτοῦ διατρίψομεν, ἕως ἄν φῶς γένηται (δηλώνεται κάτι προσδοκώμενο).
        Ὅταν πλείστα ἔχῃ τις, τότε πλεῖστοι τούτῳ ἐπιβουλεύουσι (δηλώνεται κάτι αόριστα επαναλαμβανόμενο στο παρόν και στο μέλλον).
γ. Ευκτική (αόριστη επανάληψη στο παρελθόν ή απλή σκέψη του λέγοντος)
π.χ. Ὁπότε (= κάθε φορά που) θύοι Κρίτων, ἐκάλει Ἀρχέδημον (δηλώνεται κάτι αόριστα επαναλαμβανόμενο στο παρελθόν).
δ. Απαρέμφατο (εισάγονται με τον σύνδεσμο πρίν και η κύρια πρόταση είναι συνήθως καταφατική)
π.χ. Καί ἐπί τό ἄκρον ἀναβαίνει Χειρίσοφος, πρίν τινας αἰσθέσθαι (= πριν το αντιληφθούν) τῶν πολεμίων.
Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του χρόνου στην πρόταση εξάρτησής τους.

7. Αναφορικές

Δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες ή με αναφορικά επιρρήματα και προσδιορίζουν ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της αιτίας, του αποτελέσματος, του σκοπού και της προϋπόθεσης αντίστοιχα την πρόταση εξάρτησής τους:
α. Αναφορικές αιτιολογικές (δηλώνουν αιτία και εκφέρονται όπως οι απλές αιτιολογικές)
π.χ. Τήν μητέρα ἐμακάριζον, οἵων τέκνων ἔτυχεν (= επειδή της έτυχαν τέτοια παιδιά).
β. Αναφορικές συμπερασματικές (δηλώνουν αποτέλεσμα και εκφέρονται όπως οι απλές συμπερασματικές)
π.χ. Οὐδείς οὕτως ἀνόητός ἐστιν, ὅστις πόλεμον πρό εἰρήνης αἱρεῖται.
γ. Αναφορικές τελικές (δηλώνουν σκοπό και εκφέρονται κυρίως με οριστική μέλλοντα)
π.χ. Δεῖ πρεσβείαν πέμπειν, ἥτις ταῦτ’ ἐρεῖ (= για να πει αυτά).
δ. Αναφορικές υποθετικές (δηλώνουν προϋπόθεση και εκφέρονται όπως οι απλές υποθετικές)
π.χ. Ἅ μη οἶδα, οὐδέ οἴομαι εἰδέναι (= αν δεν ξέρω κάτι, δεν πιστεύω ότι το ξέρω).


Ασκήσεις

1. Στις παρακάτω περιόδους να αναγνωρίσετε το είδος των επιρρηματικών δευτερευουσών προτάσεων:
α. Ἐκέλευσε πορεύεσθαι ἡσύχως, ἕως ἄγγελος ἔλθοι.
β. Έἰ μή ὑμεῖς ἤλθετε, ἐπορευόμεθα ἄν ἐπί βασιλέα.
γ. Τοιοῦτος ἦν οὗτος, οἷος μή βούλεσθαι οὐδένα ἀδικεῖν.
δ. Θαυμαστόν (= παράξενο πράγμα) ποιεῖς, ὅς ἡμῖν οὐδέν δίδως.
ε. Ἔδοξε τῷ δήμῳ τριάκοντα ἄνδρας ἑλέσθαι, οἵ τούς πατρίους νόμους συγγράψουσι.

2. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να γράψετε τον σύνδεσμο εισαγωγής και την έγκλιση εκφοράς των υποθετικών προτάσεων:
α. Ἐάν τις φανερός γένηται κλέπτων ἤ λωποδυτῶν, τούτῳ θάνατός ἐστιν ἡ ζημία.
β. Εἰ μέν Σωκράτης ἐποίει τι φαῦλον, εἰκότως (= δικαιολογημένα) ἄν ἐδόκει πονηρός εἶναι.
γ. Εἰ ὑπολάβοιεν (= θεωρούσαν) ἀχάριστον περί τους γονέας εἶναι, οὐδείς ἄν νομίσειέ σε ἀγαθόν πολίτην.
δ. Ἤν ἐθέλωμεν ἀποθνῄσκειν ὑπέρ τῶν δικαίων, εὐδοκιμήσομεν (= θα απολαμβάνουμε τη γενική εκτίμηση).
ε. Έἰ αἴσθοιτο καταλελειμμένα παιδάρια μικρά ἐμπόρων, ἅ πολλοί ἐπώλουν δια τό νομίζειν μή δύνασθαι ἄν τρέφειν αὐτά (= επειδή νόμιζαν ότι δε θα μπορούσαν να τα αναθρέψουν), ἐπεμέλετο καί τούτων.
στ. Αλλ’ εἰ τι κἀγώ τοῦ δέοντος σφοδρότερον εἴρηκα, μηδέν τοῦτο λυπείτω σ’ ἔτι.

3. Στις παρακάτω περιόδους να αναγνωρίσετε τις δευτερεύουσες επιρρηματικές χρονικές προτάσεις:
α. Ἐπειδάν ἔλθωσιν, ἕξομεν (= θα έχουμε) τά ἐπιτήδεια.
β. Ὅτε ἀκούοιτε τούς ἐν ἄστει τήν αὐτήν γνώμην ἔχοντας (= ότι ομονοούσαν), μικράς έλπίδας καθόδου (= επιστροφής από την εξορία) εἴχετε.
γ. Δεῖ δ’ ὑμᾶς ἐξηγεῖσθαι (= να δίνετε το παράδειγμα) τοῖς ἄλλοις συμμάχοις, ἕως ἄν οἱ ἐκ Λακεδαίμονος ἥκωσιν (= να έρθουν), οὕς ἐγώ ἔπεμψα χρήματα ἄξοντας (= για να φέρουν χρήματα).
δ. Οὐ καταβρέχεσθε, ὅταν βρέχῃ;

4. Στις παρακάτω περιόδους να αναγνωρίσετε τις δευτερεύουσες επιρρηματικές αναφορικές προτάσεις:
α. Οἱ κύνες ὑλακτοῦσιν (= γαβγίζουν) ὅν ἄν μή γιγνώσκωσιν.
β. Οὐδείς οὕτως ἀνοητός ἐστιν, ὅστις πόλεμον πρό εἰρήνης αἱρεῖται.
γ. Παῖδες δέ μοι οὔπω εἰσίν (= δεν έχω ακόμα παιδιά), οἵ με θεραπεύσουσιν (θεραπεύω = φροντίζω).
δ. Τῶν δέ κατηγόρων θαυμάζω, οἵ ἀμελοῦντες τῶν οικείων τῶν ἀλλοτρίων ἐπιμέλονται (= φροντίζουν τις ξένες υποθέσεις).

5. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε το είδος των επιρρηματικών δευτερευουσών προτάσεων:
α. Κἄν σύ μή θέλῃς, οἱ θεοί οὕτω βουλήσονται.
β. Ἐνταῦθα ἐπιπίπτει χιών ἄπλετος, ὥστε ἀπέκρυψε καί τὰ όπλα καί τούς ἀνθρώπους.
γ. Κῦρος ἐνόμιζε φίλων δεῖσθαι, ὡς συνεργούς ἔχοι.
δ. Χαίρω ὅτι εὐδοκιμεῖς.

6. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες επιρρηματικές αιτιολογικές προτάσεις:
α. Οἱ στρατηγοί ἐθαύμαζον ὅτι Κῦρος οὐ φαίνοιτο.
β. Μὴ θαυμάζετέ μου, ὅτι χαλεπῶς φέρω (= στενοχωριέμαι) τοῖς παροῦσι πράγμασιν.
γ. Ἵσως οὖν τις ἄν ἐπιτιμήσειέ μοι (= θα με κατηγορούσε), ὡς οὐκ ἐπαινῶ τούσδε τούς ἄνδρας.
δ. Ἐγώ συμβουλεύσαιμι ἄν πρός Κλέαρχον ἀπελθεῖν, ἐπεί οὐδένα ἄν εὕροιμεν στρατηγόν βελτίω.

7. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες επιρρηματικές τελικές προτάσεις:
α. Μὴ μέλλωμεν (= ας μη χρονοτριβούμε), ἵνα μὴ ὁ καιρός παρέλθῃ.
β. Θράσυλλος Ἀθήνας ἕπλευσεν, ἵνα αἰτήσειε (= για να ζητήσει) ναῦς.
γ. Περί πολλοῦ ἄν ἐποιησάμην (= θα θεωρούσα πολύ σημαντικό) ἐπιστεῖλαί σοι ταῦτα (= να σου είχα δώσει αυτές τις οδηγίες) πρό τής στρατείας, ἵνα μὴ τοιούτῳ κινδύνῳ περιέπεσες.
δ. Σόλων ἀπεδήμησεν, ἵνα μή τινα τῶν νόμων οἱ Ἀθηναῖοι λύσαιεν.

8. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες επιρρηματικές συμπερασματικές προτάσεις:
α. Τὴν ἀλήθειαν οὕτω φαίνου προτιμῶν, ὥστε πιστοτέρους εἶναι τούς σούς λόγους μᾶλλον ἤ τούς σούς ὅρκους.
β. Οἱ τριάκοντα πᾶν ἐποίησαν, ὥστε μὴ δοῦναι δίκην (= να μην τιμωρηθούν).
γ. Ὅπλα κατεσκεύαζον, ὥστε την πόλιν ἄν ἡγήσω (= θα μπορούσες να θεωρήσεις) πολέμου ἐργαστήριον εἶναι.
δ. Τοιαῦτα πεποίηκεν, ὥστε πολύ ἄν δικαιότερον δια ταῦτα τα ἔργα τοῦτον μισήσαιτε.

9. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες επιρρηματικές εναντιωματικές-παραχωρητικές προτάσεις:
α. Εἰρήσεται (= θα ειπωθεί) τἀληθές, εἰ καί τισι δόξω λίαν παράδοξα λέγειν.
β. Εἰ καί χρημάτων εὐποροῦμεν, οὐκ εὐτυχοῦμεν.
γ. Ἐάν καί μὴ βούλωνται, πάντες αἰσχύνονται μὴ πράττειν τὰ δίκαια.
δ. Γελᾷ ὁ μωρός, κἄν τι μη γελοῖον τι.
ε. Οὐδ’ εἴ με ἐκέλευες ταῦτα ποιεῖν, ἡδέως ἄν ταῦτα ἐποίουν.
στ. Οὐδ’ εἰ πάνυ ἀγαθοί εἴητε, τῷ λιμῷ μάχεσθαι δύναισθε ἄν.