ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ

Το κατηγορούμενο και οι μορφές του

 (Απλό) κατηγορούμενο

(Απλό) Κατηγορούμενο λέγεται το ουσιαστικό ή το επίθετο που προσδίδει μια ιδιότητα στο υποκείμενο ή το αντικείμενο δια μέσου του ρήματος. 


Ως κατηγορούμενο μπορεί να τεθεί επίσης οποιοσδήποτε ονοματικός τύπος, δηλαδή αντωνυμίες, αριθμητικά, ουσιαστικοποιημένα επίθετα και μετοχές, απαρέμφατο, καθώς και δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις. 


π.χ. Ἡ πόλις φρούριον κατέστη. (ουσιαστικό)

Τὸ λέγειν πράττειν ἐστίν. (απαρέμφατο)

Το κατηγορούμενο συμφωνεί πάντα σε γένος, αριθμό και πτώση με τον όρο στον οποίο αναφέρεται, δηλαδή με το υποκείμενο ή το αντικείμενο. 


Σε αρκετές περιπτώσεις όμως, όταν το υποκείμενο είναι μια αφηρημένη ή γενική έννοια, το κατηγορούμενο βρίσκεται σε ουδέτερο γένος ενικού αριθμού, ανεξάρτητα από το γένος του υποκειμένου. 

π.χ. Ἡ μὲν φύσις ἐστὶν ἄτακτον.
(= Η φύση είναι κάτι το απείθαρχο.)

Τα ρήματα τα οποία συντάσσονται με κατηγορούμενο στο υποκείμενό τους λέγονται συνδετικά και είναι τα εξής:

α) το ρήμα εἰμὶ και τα συνώνυμά του:
γίγνομαι, καθίσταμαι (= γίνομαι), ὑπάρχω,
τυγχάνω (= τυχαίνει να είμαι), διατελώ (= είμαι συνεχώς),
ἔφυν (= γεννήθηκα), πέφυκα (= είμαι από τη φύση μου),
ἀποβαίνω (= φαίνομαι), ἐκβαίνω (= γίνομαι)

β) τα προχειριστικά ρήματα , δηλαδή όσα σημαίνουν εκλογή:
αἱροῦμαι (= εκλέγω, εκλέγομαι), χειροτονῶ (= εκλέγω με ανάταση του χεριού), χειροτονοῦμαι,
λαγχάνω (= τυχαίνω), ἀποδείκνυμι (= διορίζω, καθιστώ), ἀποδείκνυμαι

γ) τα κλητικά ρήματα:
καλοῦμαι, λέγομαι, ὀνομάζομαι, προσαγορεύομαι



Επιρρηματικό κατηγορούμενο

Επιρρηματικό κατηγορούμενο λέγεται το κατηγορούμενο που συντάσσεται συνήθως με ρήματα κίνησης. Είναι επίθετο το οποίο όμως έχει επιρρηματική σχέση με το ρήμα και γι' αυτό μεταφράζεται με επίρρημα ή με εμπρόθετο προσδιορισμό. 

π.χ. Πάρειμι δ’ἄκων.
(= Παραβρίσκομαι χωρίς τη θέλησή μου.)
Το επιρρηματικό κατηγορούμενο δηλώνει:

Σειρά / τάξη: συνήθως τα επίθετα:
ἐσχατος (= τελευταίος)
πρότερος
πρῶτος
τελευταῖος
ὕστατος (= τελευταίος)
ὕστερος

Σκοπό: συνήθως τα επίθετα:
βοηθὸς (= για βοήθεια)
σύμμαχος

Τρόπο: συνήθως τα επίθετα:
ἄκων (= χωρίς τη θελησή του)
ἑκὼν (= με τη θελησή του)
ἁθρόος (= σύσσωμος)
ἄσμενος (= με ευχαρίστηση)
ἄκριτος (= αδίκαστος)
ἀντίος, ἐναντίος (= αντιμέτωπος)
ἄπρακτος (= χωρίς αποτέλεσμα)
αὐτοκράτωρ (= με πλήρη εξουσία)
ὑπόσπονδος (= με ένορκη συμφωνία)

Τόπο: συνήθως τα επίθετα:
μέσος (= στο κέντρο)
μετέωρος (= στον αέρα)
πελάγιος (= στο ανοιχτό πέλαγος)
ὑπαίθριος (= στο ύπαιθρο)

Χρόνο: συνήθως τα επίθετα:
Τριταῖος (= για τρεις μέρες)
ἑβδομαῖος (= την έβδομη μέρα)
ἑσπέριος (= το βράδυ)
σκοταῖος (= όταν έπεσε το σκοτάδι)
ὄρθριος (= τα ξημερώματα)



Προληπτικό κατηγορούμενο

Προληπτικό κατηγορούμενο λέγεται το κατηγορούμενο το οποίο συντάσσεται με ρήματα αύξησης ή εξέλιξης, όπως τα ρήματα αὔξομαι, αὐξάνομαι, αἴρομαι (= υψώνομαι), τρέφομαι, πνέω, ῥέω κ.ά. και δηλώνει εκ των προτέρων την ιδιότητα του υποκειμένου ή του αντικειμένου (πριν ολοκληρωθεί δηλαδή η ενέργεια που δηλώνει το ρήμα). Λέγεται λοιπόν προληπτικό κατηγορούμενο του αποτελέσματος διότι το υποκείμενο προσλαμβάνει ένα γνώρισμα το οποίο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα του ρήματος. Μεταφράζεται: με αποτέλεσμα να..., ώστε να..., με την προϋπόθεση να...

π.χ. Ηὔξητο τὸ ὄνομα αὐτοῦ μέγα.
(= Αναπτυσσόταν η φήμη του ώστε να γίνει μεγάλη.)


Κατηγορούμενο του αντικειμένου

Ορισμένα ρήματα συντάσσονται με δύο αιτιατικές από τις οποίες η μια λειτουργεί ως αντικείμενο του ρήματος και η δεύτερη αιτιατική ως κατηγορούμενο της πρώτης. 

π.χ. Ἡ πόλις Ἀγησίλαον εἵλοντο βασιλέα.
(= Η πόλη τον Αγησίλαο εξέλεξε βασιλιά.)

Τέτοια ρήματα είναι:
α) τα δοξαστικά ρήματα: νομίζω, ἡγοῦμαι (= νομίζω), κρίνω, ὑπολαμβάνω, φαίνομαι, δοκῶ.
β) τα κλητικά ρήματα: καλῶ, λέγω, ὀνομάζω, προσαγορεύω (= ονομάζω).

Παρατήρηση:
Το κατηγορούμενο του αντικειμένου μπορεί να είναι επιρρηματικό ή προληπτικό.


Γενική κατηγορηματική

Γενική κατηγορηματική λέγεται η γενική ενός ουσιαστικού που συντάσσεται με ρήματα συνδετικά, η οποία τίθεται στη θέση κατηγορουμένου και έχει κατηγορηματική σημασία. Η γενική κατηγορηματική διακρίνεται σε: 

Διαιρετική, η οποία δηλώνει το σύνολο, μέρος του οποίου είναι το υποκείμενο.

π.χ. Ἦν δὲ καὶ οὗτος τῶν στρατηγῶν.
(= Ήταν και αυτός από τους στρατηγούς.)

Κτητική, η οποία δηλώνει τον κάτοχο του υποκειμένου.

π.χ. Ὁ ναός ἦν τῆς θεάς.
(= Ο ναός ήταν της θεάς.)

Ιδιότητας, η οποία δηλώνει μια ιδιότητα του υποκειμένου.

π.χ. Τούτου τοῦ τρόπου εἰμί
(= Είμαι αυτού του χαρακτήρα.)

Ύλης, η οποία δηλώνει την ύλη από την οποία έχει κατασκευαστεί το υποκείμενο.

π.χ. Αἱ ἀσπίδες ἦσαν χαλκοῦ
(= Οι ασπίδες ήταν από χαλκό)

Αξίας, η οποία δηλώνει την αξία του υποκειμένου.

π.χ. Ἡ οἰκία ἦν χιλίων ταλάντων.
(= Το σπίτι ήταν αξίας χιλίων ταλάντων.)

Καταγωγής, η οποία δηλώνει την καταγωγή του υποκειμένου.

π.χ. Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο.
(= Από τον Δαρείο και την Παρυσάτιδα γεννιούνται δύο παιδιά)



ΑΣΚΗΣΗ 1

Να εντοπίσετε τα κατηγορούμενα στις παρακάτω προτάσεις και να αναγνωρίσετε το είδος τους:

1.1. Τὰ μὲν κατηγορημένα οὕτως ἐστὶ πολλὰ καὶ δεινὰ (= Οι κατηγορίες είναι τόσο πολλές και φοβερές).

1.2. Ἐπίδαμνός ἐστι πόλις.

1.3. Εἰ τοιαύτη ἐστὶν (ἡ γυνὴ) οἵαν σὺ λέγεις.

1.4. Πάντων δεινότατόν ἐστι διαβολή.

1.5. Ὑπαίθριοι δ' ἔξω ἐστρατοπεδεύετε.

1.6. Πρῶτος ἔλεξεν αὐτῶν Καλλίας ὁ δᾳδοῦχος.

1.7. ᾜρετο δὲ τὸ ὕψος τοῦ τείχους μέγα.

1.8. Ἐγώ σε, ὦ Φαλῖνε, ἄσμενος ἑόρακα.


ΑΣΚΗΣΗ 2

Να εντοπίσετε τη γενική κατηγορηματική στις παρακάτω προτάσεις και να αναγνωρίσετε το είδος της:

2.1. Νομίζει τὰς πόλεις εἶναι ἑαυτοῦ.

2.2. Τὰ ἱερά ἦν τριῶν ταλάντων.

2.3. Σιγή ἐστι σώφρονος τρόπου.

2.4. Αἰτία μὲν γὰρ φίλων ἀνδρῶν ἐστὶν ἁμαρτανόντων, κατηγορία δὲ ἐχθρῶν ἀδικησάντων.

2.5. Ὅστις δ' ἐτῶν μέν ἐστιν πλειόνων ἢ πεντήκοντα.

2.6. Ἀλλὰ χιλίων ἡ δίκη μόνον ἦν δραχμῶν.

2.7. Ἡ κρηπίς ἐστι λίθων μεγάλων.

2.8. Ἦν δὲ τῶν αἱρεθέντων Καλλίας Ἱππονίκου, Αὐτοκλῆς Στρομβιχίδου.

ΑΣΚΗΣΗ 3


Να χαρακτηρίσετε το είδος του κατηγορουμένου στα επόμενα παραδείγματα.

α. Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσει σοφός.

β. Οἱ Λακεδαιμόνιοι τὸν Ἀγησίλαον εἵλοντο βασιλέα.

γ. Τὰς ναῦς ἑκούσας παρέλαβε.

δ. Καὶ ὁ μὲν Περικλῆς, ὃς τότε διετέλει εἷς τῶν ἀρχόντων, ἦν πεντήκοντα ἐτῶν.

ε. Ἐθελοντὴς ὑπομένει τοὺς πόνους.