Η σύνταξη των
μονόπτωτων προθέσεων
ἀπὸ
ἀπό:
από, μακριά από
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τόπο·
τοπική αφετηρία
|
Κῦρος
ὡρμᾶτο ἀπὸ Σάρδεων
|
τόπο·
προέλευση
|
Ἡκουσιν ἀπὸ τῶν ἐν
Φωκεῦσι πόλεων πρέσβεις.
|
τόπο·
απόσταση
|
Ἀπεῖχον
οἱ πόλεις ἀπ' ἀλλήλων στάδια ὀγδοήκοντα.
|
τόπο·
απομάκρυνση
|
Τοὺς
υἱεῖς οἱ πατέρες ἀπὸ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων εἴργουσιν.
|
καταγωγή
|
Έγεγόνει ἀπὸ Ἡρακλέους.
|
χρόνο·
χρονική αφετηρία
|
Ἀπὸ τοῦδε τοῦ χρόνου διατελεῖ
στρατηγὸς ὦν.
|
αιτία (=
για, εξαιτίας)
|
Ἀπό τούτου τοῦ τολμήματος ἐπῃνέθη.
|
ύλη (=
από)
|
Ἰνδοὶ δὲ
εἵματα μὲν ἐνδεδυκότες ἀπὸ ξύλων
πεποιημένα.
|
μέσο ή
τρόπο (= με, από)
|
Οὐκ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου σοφὸς
γέγονε.
|
συμφωνία
(= σύμφωνα με, κατά)
|
Νίσαιαν
ἔλαβον ἀπὸ τῆς προτέρας ξυμβάσεως.
|
Διαιρεμένο
όλο (= από)
|
Ἀπὸ πολλῶν ὧν ἔχεις
εἰς τὴν τῶν τειχῶν οἰκοδομίαν...
|
ποιητικό
αίτιο
|
Ἐπράχθη ἀπ' αὐτῶν οὐδὲν
ἔργον ἀξιόλογον.
|
ἀντί
ἀντί:
μπροστά σε, απέναντι από
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τόπο·
απέναντι
|
Εἰστήκεσαν ἀντὶ τῶν πιτύων.
|
αντικατάσταση
(=αντί)
|
Πολέμιος ἀντὶ φίλου κατέστη.
|
ομοιότητα
(= αντί, σαν)
|
Ἀντὶ κυνὸς εἶ φύλαξ
καὶ ἐπιμελητής. (σαν σκύλος)
|
ανταπόδοση
ή ανταμοιβή (= αντί)
|
Ἀντὶ ἀμοιβῆς κακὰ
αὐτοῖς παρέχουσιν.
|
αιτία (=
για, εξαιτίας)
|
Ἀντὶ τῶν μεγίστων ἀδικημάτων χρήμασιν
αὐτοὺς ἐζημίωσαν.
|
ἐκ / ἐξ
ἐκ /
ἐξ (μπροστά
από φωνήεν): από μέσα προς τα έξω
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τόπο·
τοπική αφετηρία
|
Ἐγὼ γὰρ
οὐκ ἐξέβην ἐκ τοῦ πλοίου.
|
τόπο·
προέλευση
|
Πρέσβεις
πρὸς ἡμᾶς ἦλθον ἐκ Φωκέων.
|
καταγωγή
|
Ἥρα
Ἥφαιστον ἐκ Διὸς ἐγέννησε.
|
χρόνο·
χρονική αφετηρία
|
Τέθραμμαι ἐκ παιδὸς παρ'
ὑμῖν.
|
άμεση
ακολουθία (αμέσως μετά)
|
Ἐκ τούτου διαβαίνουσι
πάντες εἰς τὸ Βυζάντιον.
|
ύλη
|
Ἐποιοῦντο
διαβάσεις ἐκ τῶν φοινίκων.
|
τρόπο,
μέσο (με)
|
Ἐκ τῶν ψηφισμάτων γνώσεσθε
ἅ ἐψηφίσατο ἡ βουλὴ περὶ αὐτῆς.
|
αιτία
(από, εξαιτίας)
|
Ἐκ τῶν πληγῶν ἀπέθανεν
ὁ ἀνήρ.
|
συμφωνία
(σύμφωνα με, κατά)
|
Ἐκ τῶν νόμων εἰρήνην
πρὸς ἀλλήλους οἱ ἄνδρες ἀξιοῦσι.
|
διαιρεμένο
όλο (από)
|
Ὅσα ἐκ τῶν κατηγορηθέντων μέμνημαι
ἀπολελόγημαι.
|
πρὸ
πρὸ:
μπροστά από
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τόπο· το
ενώπιον (μπροστά από)
|
Πρὸ τῶν πυλῶν.
|
χρόνο
(πριν)
|
Κατέφυγεν
εἰς Αἴγιναν μικρὸν πρὸ ἡλίου δυσμῶν.
|
υπεράσπιση
(υπέρ, για)
|
Πρὸ τῆς πατρίδος ἐθέλουσιν
ἀποθνήσκειν.
|
Αντιπροσώπευση
(εξ ονόματος)
|
Ἐρῶ γὰρ
καὶ πρὸ τῶνδε
|
ἐν
ἐν: μέσα
σε
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
δοτική
|
τόπο·
στάση σε (σε)
|
Ἡ ἐν Σαλαμίνι καὶ
ἡ ἐν Λεύκτροις μάχη.
|
τόπο· το
μεταξύ (ανάμεσα σε)
|
Οὐ γὰρ
ἦν ἀσφαλῶς ἐν τοῖς δένδροις ἑστάναι.
|
τόπο· το
ενώπιον (μπροστά σε)
|
Οὐ
προδώσω τὸν πατέρα κακῶς ἀκούοντα ἐν ὑμῖν.
|
τόπο· το
πλησίον (κοντά σε)
|
Ἦλθον
εἰς Τραπεζοῦντα πόλιν Ἑλληνίδα οἰκουμένην ἐν Εὐξείνῳ.
|
χρόνο
(σε, στη διάρκεια)
|
Ἐν ταῖς σπονδαῖς βασιλεὺς
οὐ μαχεῖται.
|
όργανο
(με)
|
Τούτους
δήσας ἐν πέδαις εἰς Μακεδονίαν ἀπέπεμψε.
|
μέσο ή
τάξη (με)
|
Ἐναυμάχησαν ἐν τάξει.
|
συμφωνία
(κατά, σύμφωνα με)
|
Ἐν τοῖς νόμοις τὰς
κρίσεις ἐποιήσαντο περὶ αὐτῶν.
|
αναφορά
(σε)
|
Ἡμᾶς καὶ ἐν τῷ δοῦναι
καὶ ἐν τῷ λαβεῖν οἰκείους ὄντας
εὐρήσετε.
|
κατάσταση
(σε)
|
Ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ ἡγοῦντο
εἶναι.
|
εξάρτηση
(εξαρτάται από)
|
Ἐν ὑμῖν δ' ἐστὶ
δικάζειν τὰ δίκαια.
|
εἰς / ἐς
εἰς /
ἐς: από, μακριά από
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
αιτιατική
|
τόπο·
κίνηση προς τόπο (σε, προς
|
Ἀλκιβιάδης
ἔπλευσεν εἰς Σάμον.
|
τόπο· το
ενώπιον (μπροστά σε)
|
Εἰς τὸ πρόσθεν τῶν
ὅπλων ἐκαθέζοντο.
|
τόπο· το
μεταξύ (ανάμεσα σε)
|
Εἰς τοὺς δημότας ἐνεγράφης.
|
τοπικό
τέρμα, όριο (σε, μέχρι)
|
Ἀφικνοῦνται
πορευόμενοι εἰς Κερασοῦντα.
|
εχθρική
κατεύθυνση (εναντίον)
|
Ἀθηναῖοι
ἐστράτευσαν ἐς Βοιωτούς.
|
χρόνο· χρονικό
όριο (μέχρι)
|
Καὶ ἡ
ναυμαχία ἐτελεύτα ἐς νύκτα.
|
αναφορά
(σχετικά με, ως προς, σε)
|
Ὑμᾶς δ'
ἐγὼ ἀξιῶ προθυμοτάτους εἶναι ἐς τὸν πόλεμον.
|
σκοπό
(για)
|
Ἐς πόλεμον παρεσκευάζοντο.
|
ποσό
(έως, συνολικά, σε σημείο)
|
Διέφθειραν
τριήρεις ἐς διακοσίας.
|
κατάσταση
(σε)
|
Εἰς τοὺς ἐσχάτους κινδύνους τὴν
πόλιν καθιστᾶσι.
|
τρόπο,
διανομή (σε)
|
Τοῖς
λοχαγοῖς εἶπε παρατάττεσθαι τὴν ταχίστην εἰς ὀκτώ.
|
Η σύνταξη των
δίπτωτων προθέσεων
ἀνὰ
ἀνὰ:
επάνω, προς τα επάνω
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
δοτική (ποιητές)
|
τόπο
|
Ἥξει ἀνὰ ναυσὶν καὶ
σὺν ὅπλοις.
|
αιτιατική
|
τόπο·
τοπική έκταση (πάνω σε, σε)
|
Σιγὴ
πολλὴ ἦν ἀνὰ τὸ στρατόπεδον.
|
τόπο·
κατεύθυνση προς τα πάνω
|
Ταῦτα τὰ
πλοῖα ἀνὰ τὸν ποταμὸν οὐ δύναται
πλέειν.
|
χρόνο·
διάρκεια
|
Οἱ
δὲ ἀνὰ τὰς προτέρας ἡμέρας ἐμάχοντο.
|
τρόπο
(με)
|
Οἱ δὲ
τῶν Περσῶν ἱππεῖς ἔφευγον ἀνὰ κράτος.
|
διανομή
ή μερισμό (ανά, από)
|
Λύσας
τὴν δέσμην ἀνὰ μίαν αὐτοῖς ῥάβδον ἐδίδου.
|
διὰ
διὰ:
διαμέσου
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τόπο·
κίνηση διαμέσου
|
Ἐπῆλθον
ἐπ' οἴκου διὰ Ἰσθμοῦ.
|
τόπο·
τοπική απόσταση
|
Διὰ δέκα ἐπάλξεων πύργοι
ἦσαν μεγάλοι.
|
χρόνο·
χρονική διάρκεια
|
Διὰ παντὸς ἀεὶ τοῦ χρόνου δόξαν
κέκτησθε καλήν.
|
χρόνο·
χρονική αφετηρία
|
Τὴν
δύναμιν οὐ διὰ μακροῦ τὴν πάλαι
ἀνέλαβεν.
|
χρόνο·
χρονικό τέλος
|
Τοιαύτην διὰ τέλους γνώμην
ἔχω.
|
μέσο ή
όργανο (με)
|
Εἰρήνην
ἐποιησάμεθα διὰ Νικίου.
|
τρόπο
(με)
|
Καὶ
τοῦτο πειράσομαι δεῖξαι διὰ βραχέων.
|
αιτιατική
|
αιτία
(για, εξαιτίας)
|
Διὰ τί ἀξιοῦσι
κληρονόμοι γενέσθαι τῶν Κλεωνύμου;
|
σκοπό
(για)
|
Διὰ τὴν σφετέραν δόξαν προσάγουσι
τοὺς πολλοὺς ἐς τὸν κίνδυνον.
|
κατὰ
κατὰ:
κάτω, προς τα κάτω
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τόπο·
στάση σε
|
Οὔτε
τιμῆς τινος ἠξίωσε τὸν κατὰ γῆς.
|
τόπο·
κίνηση από πάνω προς κάτω
|
Πολλοὶ
δὲ καὶ κατὰ τῶν πετρῶν ῥίψαντες
σφᾶς ἀπέθανον.
|
εναντίωση
|
Πολλοὶ
τῶν ἀνθρώπων κατὰ τῶν οἰκείων φαῦλα
ἐργάζονται.
|
αναφορά
(για, σχετικά με)
|
Πολὺς δ'
ἔπαινος ἦν κατὰ τῆς ἡμετέρας πόλεως.
|
χρόνο·
χρονική διάρκεια
|
Κατὰ παντὸς τοῦ αἰῶνος ἀείμνηστον
καταλείψει τὴν κρίσιν.
|
αιτιατική
|
τόπο·
στάση σε
|
Κατὰ μέσον τὸν σταθμὸν τοῦτον
τάφρον ἦν βαθεῖα.
|
τόπο·
κίνηση προς τα κάτω
|
Πορευόμενοι κατὰ τοὺς γηλόφους ἀφίκοντο
εἰς τὰς κώμας.
|
τόπο·
τοπική έκταση
|
Κῦρος
ἐπολιόρκει Μίλητον καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν.
|
τόπο·
κίνηση διαμέσου
|
Οἱ
Ἕλληνες ἐψηφίσαντο κατὰ θάλατταν τὴν πορεῖαν
ποιεῖσθαι.
|
τόπο· το
απέναντι
|
Μόνος τῶν κατὰ τοὺς
Ἕλληνας τεταγμένων οὐκ ἔφυγον.
|
τόπο· το
πλησίον
|
Κατὰ τοὺς ἐρήμους σταθμοὺς ἦν
πόλις μεγάλη.
|
τόπο·
τοπική ακολουθία
|
Οἱ δ'
Ἀθηναῖοι κατὰ πόδας πλέοντες ὡρμίσαντο ἐν
Ἐλαιοῦντι.
|
χρόνο·
χρονική διάρκεια
|
Κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν καιρὸν Ἀχαιοὶ
τοὺς ἐποίκους προέδοσαν.
|
τρόπο
|
Κατὰ μικρὸν πρὸς
ἕκαστα τῶν εἰρημένων ἀπολογήσομαι.
|
διανομή,
μερισμό
|
Οἱ δὲ
παρήλαυνον τεταγμένοι κατὰ ἴλας καὶ κατὰ τάξεις.
|
συμφωνία
(κατά, σύμφωνα με)
|
Κατὰ τὸ μέγεθος τῆς
αὐτοῦ δόξης λόγον παρέχει.
|
αναφορά
(σχετικά με)
|
Κατὰ ταῦτα οὐκ ἦν
ἀμφισβήτησις.
|
αιτία
(εξαιτίας)
|
Ταῦτα δ'
ἐπείθοντο κατὰ μῆνιν Ἀπόλλωνος αὑτοῖς
συμβεβηκέναι.
|
σκοπό
|
Κατὰ θέαν εἰς Ἴλιον
ἀφικόμην τῆς τε γῆς καὶ θαλάττης.
|
ποσό
κατά προσέγγιση
|
Ἀπέθανον
... κατὰ ἑξακισχιλίους καὶ τετρακοσίους ἄνδρας.
|
ὑπὲρ
ὑπὲρ:
υπεράνω, πάνω από
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τόπο·
στάση (πάνω από)
|
Ἐκάθηντο
ἐπὶ τῶν λόφων τῶν ὑπὲρ τῆς πόλεως.
|
υπεράσπιση
|
Ὑπὲρ τῆς πόλεως μάχεσθε.
|
αντιπροσώπευση
(αντί για)
|
Ἐγὼ ὑπὲρ σου ἀποκρινοῦμαι.
|
αιτία
(εξαιτίας, για)
|
Ὑπὲρ τῶν γεγενημένων ὠργίζετο.
|
σκοπό
(για)
|
Πάντα
ποιοῦσιν ὑπὲρ τοῦ μὴ διδόναι δίκην.
|
αναφορά
|
Βουλεύεται
ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ὑπὲρ εἰρήνης πρὸς Φίλιππον.
|
αιτιατική
|
τόπο·
στάση σε τόπο (πάνω από)
|
Ἐπολέμει
τοῖς Θραξὶ τοῖς ὑπὲρ Ἑλλήσποντον οἰκοῦσι.
|
υπέρβαση
μέτρου ή ορίου
|
Οἱ
χορηγοὶ ἔστωσαν τὴν ἡλικίαν ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη.
|
Η σύνταξη των τρίπτωτων προθέσεων
ἀμφὶ
ἀμφὶ:
στα δύο / από τα δύο μέρη
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
αναφορά
(σχετικά με)
|
Τὰ
δὲ ἀμφὶ Ζήνωνος ἀρίδηλά ἐστι (είναι πασιφανή)
|
δοτική
|
τόπο
(γύρω από)
|
Ἀχαιοὶ
ἔστασαν ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ.
|
αιτία
(εξαιτίας, για)
|
Θανάτου ἀμφὶ φόβῳ Τυνδαρὶς
ἰάχησε.
|
αναφορά
(σχετικά με), για)
|
Νέαρχος τὰ ἀμφὶ τῷ παράπλῳ
ἀνέγραψε.
|
αιτιατική
|
τόπο
(γύρω από)
|
Καταλαμβάνουσι
τοὺς φύλακας ἀμφὶ πῦρ καθημένους.
|
τόπο
(κοντά σε)
|
Τεθήρακα ἀμφὶ τὰ ὅρια τῆς
σῆς χώρας.
|
χρόνο
κατά προσέγγιση (περίπου)
|
Καὶ ἤδη
μὲν ἀμφὶ ἡλίου δυσμὰς ἦν.
|
ποσό
κατά προσέγγιση (περίπου)
|
Μακεδόνων
δὲ ἀμφὶ τοὺς εἴκοσι καὶ πέντε ἀπέθανον.
|
αναφορά
(σχετικά με)
|
Προσεποιεῖτο
ἐπιστήμων εἶναι τῶν ἀμφὶ ὁπλομαχίαν.
|
ἐπὶ
ἐπὶ:
επάνω
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τόπο·
στάση (πάνω σε)
|
Ἰκέται ἐπὶ τῶν βωμῶν ἐκαθέζοντο.
|
τόπο· το
πλησίον (κοντά)
|
Ξενοφῶν
κελεύει αὐτοῦ μεῖναι ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ.
|
τόπο· το
ενώπιον (μπροστά σε)
|
Οὐ
γὰρ ἐπὶ μαρτύρων ἀλλὰ κρυπτόμενα πράσσεται τὰ
τοιαῦτα.
|
τόπο·
κατεύθυνση (για, προς)
|
Ἀνεχώρησαν ἐπ' οἴκου.
|
τόπο·
τέρμα κίνησης
|
Οἱ
πελτασταὶ ἀφίκοντο ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου.
|
χρόνο·
χρονική διάρκεια
|
Ἐπὶ Ἀλκισθένους ἀφικνεῖται
ὁ Φιλώνδας ἐκ τῆς Μακεδονίας.
|
εξουσία,
επιστασία
|
Ναύαρχον ἐπὶ τῶν νεῶν Πολέμωνα
κατέστησεν.
|
διανομή
(σε, από)
|
Καὶ
ἐγένοντο βάθος οὐκ ἔλαττον ἤ ἐπὶ πεντήκοντα ἀσπίδων.
|
δοτική
|
τόπο·
στάση (επάνω σε)
|
Ἀναβὰς ἐπὶ τῇ τριήρει ἀπέπλει.
|
τόπο· το
πλησίον (κοντά σε)
|
Ἐστρατοπεδεύσατο ἐπὶ τῷ Ἀπιδανῷ ποταμῷ.
|
ακολουθία
(πίσω από)
|
Ἐτάχθησαν
μέντοι ἐπ' αὐτοῖς πελτοφόροι.
|
χρόνο·
χρονικό σημείο
|
Ἐπ' ἐξόδῳ πρὸς
αὐτοὺς αἱ σπονδαὶ ἦσαν.
|
χρόνο·
χρονική διάρκεια
|
Τοῦτον εἰλήφατ' ἐπ'
αὐτοφώρῳ ταῦτα πεποιηκότα.
|
χρόνο·
χρονική ακολουθία
|
ἀνέστη
δ' ἐπ' αὐτῷ Χρυσάντας καὶ εἶπεν.
|
αιτία
|
Ἐπὶ πολλοῖς τῶν
κατηγορουμένων ἠγανάκτησα.
|
επιστασία
(επί, σε)
|
Ζητεῖ
τὸν στρατηγὸν τὸν ἐπὶ τῇ δυνάμει τεταγμένον.
|
προσθήκη
(εκτός από)
|
Κάρδαμον
μόνον ἔχουσι ἐπὶ τῷ σίτῳ.
|
Εξάρτηση
(εξαρτάται από)
|
Τοὺς
νόμους εἶναι χρησίμους ἤ ἀχρήστους ἐφ' ὑμῖν ἐστιν.
|
σκοπό
|
Νόμον
εἰσενήνοχ' ἐπὶ βλάβῃ τοῦ πλήθους.
|
συμφωνία,
όρο, προϋπόθεση
|
Ἔδοξεν
αὐτοῖς πυθέσθαι ἀλλήλων ἐπὶ τίσιν ἄν τὴν
εἰρήνν ποιήσαιντο.
|
αιτιατική
|
τόπο· κίνηση
προς τα πάνω
|
Οὐκ ἐτόλμησαν ἐπὶ
τοὺς ἵππους ἀναβῆναι.
|
κίνηση
προς τόπο, απλή ή εχθρική
|
Ἀγησίπολις ἐπορεύετο
ἐπὶ τὴν Ὄλυνθον.
|
τόπο·
τέρμα κίνησης
|
Ἀφίκοντο ἐπὶ τὸ στρατόπεδον.
|
τόπο·
τοπική έκταση
|
Προυκαλοῦντο
δὲ τῶν μακρῶν τειχῶν ἐπὶ δέκα σταδίους καθελεῖν
|
χρόνο·
χρονική διάρκεια
|
Τὀ γὰρ Ῥήγιον ἐπὶ
πολὺν χρόνον ἐστασίαζε.
|
κατεύθυνση,
απλή ή εχθρική
|
Ἠνάγκασε
τὸν πληγέντα ἐπὶ τὸν ἰατρὸν ἐλθεῖν.
|
σκοπό
|
Τούτους
ἔγραψεν ἐπαινέσαι καὶ καλέσαι ἐπὶ δεῖπνον.
|
αναφορά
|
Αὐτὸς
προπετὴς ἦν ἐπὶ τὸ πολλοὺς ἀποκτείνειν.
|
τρόπο
(με)
|
Οἱ δὲ
Λακεδαιμόνιοι ἀνεχώρουν ἐπὶ πόδα.
|
μετὰ
μετὰ:
μεταξύ, ανάμεσα
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τόπο· το
μεταξύ
|
Ἕως
ἦν μετ' ἀνθρώπων, μετὰ καλλίστης δόξης διετέλεσεν
(ανάμεσα στους ανθρώπους, ζωντανός)
|
χρόνο·
το σύγχρονο (σε καιρό)
|
Μετ' ἀνακωχῆς οὐ
βεβαίου ἔβλαπτον ἀλλήλους.
|
τρόπο
(με)
|
Τἀληθῆ μετὰ παρησίας ἐρῶ
πρὸς ὑμᾶς.
|
συμμετοχή,
σύμπραξη (μαζί με)
|
Ζεὺς
κατὰ Τιτάνων μετὰ τῶν τέκνων συνεμάχησε.
|
συμφωνία
(σύμφωνα με)
|
Καὶ
ταῦτ' ἐπράχθη μετὰ ψηφίσματος τοῦ δήμου.
|
συνοδεία
(μαζί με)
|
Ἡ
βαρβαρική ἀνδρεία μετὰ θυμοῦ ἐστίν.
|
δοτική
|
τόπο·
μόνο στους ποιητές
|
Μετὰ πρώτοισιν ἵσταμαι.
|
αιτιατική
|
τόπο· το
μεταξύ (ανάμεσα σε)
|
Ῥέα
κύμβαλον μετὰ χεῖρας ἔχει.
|
χρόνο·
χρονική ακολουθία
|
Λέγε δὲ
τὴν ἐπιστολὴν ἥν ἔπεμψε Φίλιππος μετὰ ταῦτα.
|
τάξη,
σειρά (ύστερα από)
|
Οἱ νόμοι μετὰ τοὺς θεοὺς
ὁμολογοῦνται σῴζειν τἠν πόλιν.
|
παρὰ
παρὰ:
κοντά
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τόπο·
απομάκρυνση
|
Παρὰ μὲν Κύρου οὐδεὶς
λέγεται αὐτομολῆσαι πρὸς βασιλέα.
|
προέλευση
(από, εκ μέρους)
|
Ἀφίκοντο παρὰ Δαρείου πρέσβεις.
|
δοτική
|
τόπο·
πλησίον
|
Ὁ δὲ
κλαίων ἐκαθέζετο παρὰ ταῖς ὄχθαις.
|
αναφορά,
κρίση (κατά την κρίση)
|
Δοκεῖς παρ' ἡμῖν οὐ
βεβουλεῦσθαι καλῶς.
|
αιτιατική
|
τόπο· το
πλησίον (κοντά σε)
|
Καθήμενος παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ
ποταμοῦ ὠδύρετο.
|
κατεύθυνση
σε πρόσωπο (προς)
|
Καὶ
φεύγει Χαρίδημος ἐς τὴν Ἀσίαν παρὰ βασιλέα Δαρεῖον.
|
χρόνο·
χρονική διάρκεια
|
Δεῖ τοῖς
φίλοις παρὰ τὰς χρείας τὰς
βοηθείας παρέχεσθαι.
|
σύγκριση
(σε σύγκριση με)
|
Παρὰ τἄλλα ζῷα ὥσπερ
θεοὶ ἄνθρωποι βιοτεύουσι.
|
εναντίωση
(αντίθετα προς)
|
Οἱ
Θηβαῖοι τὰς πόλεις παρὰ τοὺς ὅρκους κατειλήφασιν.
|
εξαίρεση,
έλλειψη (παρά)
|
Παρὰ τρεῖς ἀφεῖσαν ψήφους τὸ
μὴ θανάτῳ ζημιῶσαι.
|
αιτία
(εξαιτίας)
|
Οὐδὲ γὰρ
Φίλιππος παρὰ τὴν αὑτοῦ ῥώμην τοσοῦτον
ἐπηύξηται...
|
περὶ
περὶ:
ολόγυρα
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τόπο
(γύρω από)
|
Αὐτοὺς Κορίνθιοι περὶ
γῆς ὅρων πολέμῳ κατεῖχον.
|
αναφορά
(σχετικά με)
|
Βούλομαί
τι καὶ ἄλλο παράδειγμα περὶ τούτων εἰπεῖν.
|
αιτία
(για)
|
Οἱ
Θηβαῖοι ἔδεισαν περὶ τῆς πόλεως.
|
σκοπό
(για)
|
Καὶ
ἐνταῦθα πρέσβεις ἧκον περὶ φιλίας.
|
αξία
προτίμηση
|
Οἱ τότε
δικάζοντες τὸ δίκαιον περὶ πολλοῦ ἐποιήσαντο.
|
δοτική
|
τόπο
(γύρω από)
|
Ὁ
πλεῖστος δὲ φόνος περὶ ταῖς πύλαις αὐταῖς
ξυνέβη.
|
αιτία ή
αναφορά (για)
|
Φοβηθεὶς περὶ τῷ
χωρίῳ ἔπλει παρὰ τὴν γῆν.
|
αιτιατική
|
τόπο
(γύρω από)
|
Περὶ Θήβας ἦν τὸ
στρατόπεδον.
|
χρόνο
κατά προσέγγιση (περίπου)
|
Διαβέβληται
ἡ πόλις περὶ τοὺς νυνὶ καιρούς.
|
ποσό
κατά προσέγγιση (περίπου)
|
Ἐν ταῖς
μάχαις ἀπέθανον περὶ πεντήκοντα καὶ διακοσίους.
|
αναφορά
(ως προς, σχετικά με)
|
Περὶ τοὺς θεοὺς ἀσεβοῦσι.
|
ενασχόληση
(με)
|
Καὶ
Ἀγησίλαος μὲν δὴ περὶ ταῦτα ἦν.
|
πρὸς
πρὸς:
απέναντι, προς το μέρος
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τόπο· το
πλησίον (προς το μέρος)
|
Χαλκὶς πρὸς τῆς Βοιωτίας κεῖται.
|
καταγωγή
(από την πλευρά)
|
Ἐλεύθερος
ἦν καὶ πρὸς πατρὸς καὶ πρὸς μητρός.
|
αναφορά
(σχετικά με, ως προς)
|
Ὅ,τι
δίκαιόν ἐστι καὶ πρὸς θεῶν καὶ πρὸς ἀνθρώπων,
τοῦτο πράξω.
|
ωφέλεια
(προς όφελος)
|
Σπονδὰς ποιησάμενος πρὸς
Θηβαίων μᾶλλον ἤ πρὸς ἑαυτῶν...
|
επίκληση
(στο όνομα, για όνομα)
|
Μηδαμῶς πρὸς θεῶν Ὀλυμπίων,
θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε.
|
δοτική
|
τόπο· το
πλησίον (κοντά σε)
|
Τὸ δὲ
ἄλλο στράτευμα πρὸς τῇ πόλει ἀπέλιπεν.
|
τόπο· το
ενώπιον (μπροστά σε)
|
Ὑπὲρ
τούτων ψευδῆ διαμαρτυρίαν πρὸς τῶ ἄρχοντι ἐποιήσατο.
|
ενασχόληση
(με)
|
Πρὸς ἄλλῳ μετὰ ταῦτα
ἐγενόμεθα.
|
προσθήκη
(εκτός από)
|
Καὶ πρὸς τοῖς ἄλλοις κακοῖς οὗτος
ἀπαίδευτος ἄνθρωπός ἐστι.
|
αιτιατική
|
τόπο·
στάση (προς το μέρος)
|
πρὸς ἕω (προς την ανατολή), πρὸς ἑσπέραν (προς
τη δύση)
|
τόπο· το
ενώπιον (μπροστά σε)
|
Τῶν
ἀπόντων φίλων μέμνησο πρὸς τοὺς παρόντας.
|
χρόνο
κατά προσέγγιση (περίπου)
|
πρὸς ἑσπέραν (προς
το βράδυ)
|
φιλική ή
εχθρική διάθεση ή ενέργεια
|
Τὴν πρὸς τούτον φιλίαν
διαφυλάττουσιν.
|
αναφορά
(σχετικά με, ως προς)
|
Οὐ πρὸς τὰ
λεγόμενα ἀπολογεῖται.
|
σύγκριση
(σε σύγκριση με)
|
Οὐδὲν τὰ χρήματα
πρὸς τὴν εὐγένειαν.
|
σκοπό
(για)
|
Πρὸς τί τοῦτο
λέγεις, ὦ Σώκρατες;
|
τρόπο
(με)
|
Ζελείτας
ἔγνω πρὸς βίαν συστρατεῦσαι αὐτοὺς τοῖς
βαρβάροις.
|
ενασχόληση
(με)
|
Ἐγίγνοντο πρὸς τὸ πολιορκεῖν τὴν
πόλιν.
|
ὑπὸ
ὑπὸ:
κάτω από
|
συντάσσεται
με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τόπο·
(κάτω από)
|
Ξιφίδια ὑπὸ μάλης εἶχον.
|
αιτία
(εξαιτίας, από)
|
Θάσος
κακῶς εἶχεν ὑπό τε τῶν πολέμων καὶ στάσεων.
|
συνοδεία
(με συνοδεία)
|
Τὰ τείχη κατέσκαπτον
ὑπ' αὐλητρίδων.
|
τρόπο
(με)
|
Ὑπὸ σπουδῆς ἐπεσκεύασαν
τὰς ναῦς. (με βιασύνη)
|
δοτική
|
τόπο
(κάτω από)
|
Οἱ
πολέμιοι ἀντιπαρετάξαντο ὑπὸ τῷ τείχει.
|
υποταγή
(υπό την εξουσία)
|
Οὕτω καὶ
νῦν ἔτι ποιοῦσι οἱ ὑπὸ βασιλεῖ ὄντες.
|
επίβλεψη
(υπό την επίβλεψη)
|
Ἐτύγχανε ὑπὸ παιδοτρίβῃ ἀγαθῷ
πεπαιδευμένος.
|
αιτιατική
|
τόπο
(κάτω από)
|
Ξενοφῶν
ἐν τῇ ὑπὸ τὸ ὄρος κώμῃ ἐσκήνου.
|
χρόνο·
χρονική διάρκεια
|
Ὑπὸ νύκτα ἐπορεύοντο
οἱ ὁπλῖται.
|
υποταγή
(κάτω από την εξουσία)
|
Αἴγυπτος ὑπὸ βασιλέα ἐγένετο.
|
Καταχρηστικές
προθέσεις
ἄνευ
|
συντάσσεται με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
εξαίρεση, χωρισμό (χωρίς)
|
Οὐδεὶς ἀποθνήσκει ἄνευ τῆς
ὑμετέρας ψήφου.
|
προσθήκη (εκτός από)
|
Ὁ πόλεμος ἄνευ τοῦ καλὴν
δόξαν ἐνεγκεῖν ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν βίον ἀφθονωτέροις
διῆγεν ἡμᾶς.
|
ἄχρι / ἄχρις
|
συντάσσεται με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τοπικό όριο
|
Τοὺς δὲ λοιποὺς ἐδίωξεν ἄχρι τῆς Μαλέας.
|
χρονικό όριο (έως)
|
Ἄχρι τῆς τήμερον ἡμέρας οὐδὲν
πρᾶξαι δυνάμεθα.
|
ἕνεκα / ἕνεκεν
|
συντάσσεται με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
αιτία (εξαιτίας)
|
Ἰδίαις ἔχθρας ἕνεκα ταῦτα
ποιοῦσι.
|
σκοπό (για, για να)
|
Πάντα ποιεῖ ἕνεκα τοῦ τὴν
πατρίδ' ἐλευθερῶσαι.
|
αναφορά (όσον αφορά, ως προς)
|
Φῶς εἰ μὴ εἴχομεν, ὅμοιοι τοῖς τυφλοῖς ἄν ἦμεν ἕνεκά γε τῶν
ἡμετέρων ὀφθαλμῶν.
|
μέχρι
|
συντάσσεται με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
τοπικό όριο
|
Οἱ ξύμμαχοι μέχρι τοῦ Ἰσθμοῦ ἦλθον.
|
χρονικό όριο
|
Οἱ Ἀθηναῖοι ἐναυμάχησαν μέχρι δείλης.
|
πλὴν
|
συντάσσεται με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
εξαίρεση
|
Ἅπαντες ἀπέθανον πλὴν ἑνός.
|
ομοιόπτωτα προς προηγούμενο όρο της
πρότασης
|
εξαίρεση
|
Πάντες ἄνθρωποι ἡδέως προσδέχονται τὰς
ἑορτὰς πλὴν οἱ τύραννοι.
|
χάριν
|
συντάσσεται με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
|
|
σκοπό (για, για να)
|
Καὶ ταῦτά σοι Γοργίου χάριν
ἀπεκρινάμην.
|
χωρὶς
|
συντάσσεται με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
γενική
|
|
|
εξαίρεση, χωρισμό (χωρίς)
|
Χωρὶς δήπου σοφία ἐστὶν ἀνδρείας.
|
προσθήκη (εκτός από)
|
Χωρὶς δὲ τούτων φύλακας ἐν ταῖς ἀκροπόλεσι
τρέφει.
|
ὡς
|
συντάσσεται με
|
δηλώνει
|
παράδειγμα
|
αιτιατική
|
|
|
κατεύθυνση σε πρόσωπο
|
Πορεύεται ὡς βασιλέα.
|
ποσό κατά προσέγγιση
|
Ἱππέας εἶχεν ὡς διακοσίους.
|
Από το εξαίσιο ιστολόγιο «Ελληνικός
Πολιτισμός»
|